Διήγημα "Το ταξίδι της Φουκι στον χρόνο" (Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου) Ακύκλος


Κεφάλαιο  1

Η Φούκι  περπατούσε μέσα στην νύχτα με τον Τακέσι να  περπατά  δίπλα της.
Ο δρόμος με τα κλαμπς του Τόκιο  εκείνη την  ώρα  της νύχτας  είχε πολύ  φασαρία και πολύ κόσμο.
Μπήκαν μέσα σε ένα  απ τα κλαμπ χωρίς καν να  σταματήσουν μπροστά στους πορτιέρηδες. Ανέβηκαν στον εξώστη  των vips  σταθήκαν μπροστά στον ιδιοκτήτη  του μαγαζιού  που καθόταν με 3 συνεργάτες τους και 2  κοπέλες. Βγάλαν τα πιστόλια τους τα αδειάσαν στον  κακοπληρωτή της  Γιακούζα και στους συνεργάτες του. Κοιτάξαν τα κορίτσια  και  η  Φούκι τις  είπε
-Τα αφεντικά μας   είπαν να  ξεπαστρέψουμε και σας , όμως αμαρτία είναι. Φτωχά κορίτσια είστε. Δεν αξίζει να   σκοτωθείτε για  καμώματα αυτού του κλόουν , είπε και έδειξε με το πιστόλι της τον  ιδιοκτήτη του κλαμπ που κείτονταν νεκρός, απλά μην μιλήσεται  και  θα πάνε όλα καλά.  Εντάξει;
Ο Τακέσι της ψιθύρισε
-Εγώ λέω να τις φάμε
-Εγώ λέω να μην τις φάμε , απάντησε η  Φούκι και έκανε μεταβολή.
Λίγες ώρες αργότερα στο διαμέρισμα της ο Τακέσι με την Φούκι κάνανε  έρωτα. Από  την κλειδαρότρυπα  ο Χίρο , ένας  χοντρούλης που έμενε στο διπλανό  διαμέρισμα  τους έπαιρνε μάτι

Μείναν για 10 λεπτά  ξαπλωμένοι ολόγυμνοι αφού τελειώσαν και μετά ο Τακέσι ντύθηκε και κίνησε προς την πόρτα.
-Μπορείς να μείνεις για το βράδυ, του ψιθύρισε
-Καλύτερα να φύγω, της είπε.
Άνοιξε την πόρτα και  βγήκε στον διάδρομο. Κατέβηκε τις σκάλες.
Η Φούκι σηκώθηκε και προχώρησε  γυμνή ως το  παράθυρο της. Απ το τζάμι  έβλεπε τον Τακέσι να μπαίνει στο σπορ αυτοκίνητο του και να  χάνεται στην λεωφόρο
    Η πόρτα  του  διαμερίσματος της άνοιξε. Γύρισε και κοίταξε αδιάφορα τον Χίρο.
-Χοντρούλη; Πάλι μάτι έπαιρνες; Τον ρώτησε γελώντας
Ο  Χίρο ανασήκωσε τους ώμους
-Πρέπει να βρεις γυναίκα  Χίρο. Δεν γίνεται να  παίρνεις μια ζωή μάτι, του πε καθώς  προχωρούσε  και έμπαινε στο ντουζ
-Ξες Φούκι, δουλεύω πάνω σε μια εφεύρεση που θα φέρει τα πάνω κάτω
-Ξανά;  Άλλη μια εφεύρεση  που θα φέρει τα πάνω κάτω   αλλά δεν θα δουλεύει; Τον ρώτησε καθώς  έκανε ντουζ
-Φούκι. Το ξες προσπαθώ πολύ. Είναι πολύ φυσιολογικό πριν πετύχει μια επαναστατική εφεύρεση να  χουν προηγηθεί άλλες που απέτυχαν. Λέγεται εμπειρία  αυτή η διαδικασία.
-Και τι εφευρίσκεις πάλι αγαπημένε  μου Φούκι;
-Με κοροϊδεύεις;
Η  Φούκι  έκλεισε  την παροχή νερού και έβγαλε το κεφάλι της απ την πόρτα του ντουζ και τον κοίταξε
-Χίρο; Το ξες πως είσαι φίλος μου. Θα  έδινα και την  ζωή μου για σενα  γιατί σε θεωρώ φίλο και το  εννοώ. Μαζί ξεκινήσαμε απ το μηδεν απ τις φτωχογειτονιές. Μου στάθηκες  όταν κρύωνα. Αν και είσαι λαίμαργο  τέρας εκείνη την νύχτα  του χειμώνα που χιόνιζε και  δεν είχα που να μείνω με έιδες στην γωνία  να χω  κουλουριαστεί. Ξες αν δεν μου δινες  την κουβέρτα σου  και το σάντουιτς σου θα  χα πεθάνει. Το ξες  έτσι;     
-Υπερβολές. Μην λες συνέχεια εκείνη την ιστορία
-Χίρο , είχες να φας 1 βδομάδα. Ήταν το μόνο σου σάντουιτς  εδώ και καιρό και μου το δωσες και το έφαγα. Ούτε μια μπουκιά δεν σου χα αφήσει. Θυμάσαι;
-Φούκι , δεν μου χρωστάς τίποτα
-Χίρο, σου χρωστώ την ζωή μου. Γι αυτό τώρα που μπορώ θα χρηματοδοτώ κάθε σου  έρευνα για νέα εφεύρεση αλλά…θα  σε πειράζω κιόλας, είπε  γελώντας και μπήκε ξανά στο ντουζ και άνοιξε το νερό, τι  προσπαθείς να εφεύρεις  αυτή την φορά;  Του φώναξε
-Το χω σχεδόν εφεύρει. Είναι κάτι πολύ μεγάλο. Ω ναι. Οι υπερδυνάμεις του κόσμου το παλεύουν  δεκαετίες και δεν το χουν πετύχει
-Θα με σκάσεις. Τι είναι πες μου
-Μου λείπει  ένα γρανάζι  για να ολοκληρώσω την μεταφορά ανθρώπου και αντικειμένων  στον  χρόνο
-Ταξίδι στον χρόνο;
-Ναι, απάντησε με απόλυτη  φυσικότητα ο Χίρο
-Και που θα μας πας;   Σε  ποια  χρονολογία;
-Αυτό δεν μπορώ να το καθορίσω.
-Η μεταφορά θα γίνει στην Ιαπωνία ή  αλλού;
-Ούτε αυτό μπορώ να το καθορίσω  ακόμη.
-Την βαλίτσα με τα ρούχα μου μπορώ να την πάρω μαζί μου;
-Μέχρι μια βαλίτσα μπορεί να μεταφερθεί μαζί με ανθρώπους
-Ωραία


Ο Τακέσι  βρισκόταν σε ένα υπόγειο δεμένος
Ο Ταμπανόμπου  ήταν γύρω στα 60 με  βλοσυρό βλέμμα  και πάντα καλοντυμένος  με  ακριβά  κοστούμια
-Οι πόρνες  του μαλάκα  μίλησαν . Μίλησαν επειδή  έζησαν. Έζησαν επειδή δεν τις σκοτώσατε
  Οι μπράβοι του   λοχαγού της Γιακούζα δεν άγγιξνα καν τον Τακέσι …ακόμα , αυτός ΄’όμως είχε πανικοβληθεί
-Κύριε  Ταμπανόμπου…δεν φταίω εγώ. Εγώ  μπήκα και  έφαγα τον στόχο και τους συνεργάτες του.
-Και ποιος φταίει;  Ποιος έπρεπε να φάει τις  πόρνες και δεν το έκανε;
-Η Φούκι κύριε . Όσο διασφάλιζα την διαφυγή  μας  της ανέθεσα να  βγάλει απ την μέσα τους μάρτυρες. Βγήκε έξω και μου πε πως  το κανε
-Οι πόρνες  δώσανε κατάθεση  στην αστυνομία. Τα σκίτσα με τις  φάτσες σας τώρα είναι σε κάθε αστυνομικό τμήμα
-Κύριε  μπορώ να  καταφέρω να…, είπε και εκείνη την ώρα άκουσε  βήματα.
Στο υπόγειο μέσα απ τα σκοτάδια  εμφανίστηκε ο αστυνομικός διευθυντής της πόλης
-Τι κάθεσαι λες  ηλίθιε; Τον ρώτησε, έχουμε  εντολές να σας συλλάβουμε
Ο Τακέσι  άρχισε να  αναπνέει  βαριά. Κοίτα τον Ταμπανόμπου
-Κλείστε  τον στο πορτ παγκάζ  και θα  δω αργότερα τι θα κάνω με τον ηλίθιο, είπε


2  ώρες αργότερα  στο  διαμέρισμα  της Φούκι ο Χίρο είχε σύρει την νέα του εφεύρεση.
-Κάπου  στην κρεβατοκάμαρα σου είχα αφήσει ένα γρανάζι , θυμάσαι;
Η Φούκι στέγνωνε τα μαλλιά της στον καθρέφτη
-Ένα σκουριασμένο;  Νομίζω έπεσε κάτω απ το κρεβάτι
Ο Χίρο  έσκυψε και το βρήκε. Το πήρε και έτρεξε στην μηχανή του και α΄ρχισε να το βιδώνει με περισσή ευλάβεια
-Σε 2 λεπτά θα ναι έτοιμη η μηχανή. Θα δοκιμάσεις να ταξιδέψεις;
-Ναι γιατί όχι; Σού χάλασα ποτέ χατήρι;
Ο Χίρο χαμογέλασε  σαν μικρό παιδί
-Χίρο;  Δεν μου λες; Θα μπορέσεις να με  γυρίσεις πίσω ή θα κολήσσω  μέσα στο παρελθόν που θα με στείλεις; Ρώτησε με  σοβαρότητα και προσπαθώντας να κρατηθεί να μην γελάσει
-Μπορεί και να κολλήσεις αλλά  θα ναι για σύντομο  χρονικό διάστημα
-Λέγοντας σύντομο;  Πόσο καιρό;
-Είπαμε σύντομο. Τι  θες τώρα;
Όλα και όλα ο Χίρο όταν επρόκειτο για τα πειράματα του δεν σήκωνε κουβέντα
-Καλά  βρε φίλε . Μην  βαράς. Φρόντισε μόνο να ναι κάπου με  ζέστη. Στην Κούβα ας πούμε
-Πολλά  ζητάς.
-Λες να πάρω λεφτά μαζί μου;
-Τι να τα κάνεις . Στο παρελθόν τα λεφτά  σου δεν θα χουν καμιά αξία
-Καλά, είπε και σηκώθηκε. Φορύσε μόνο εσώρουχα και ζαρτιέρες. Περπάτησε ως το σαλόνι
-Κάτσε απέναντι απ το μηχάνημα , της είπε
-Ρε Χίρο  έκανες εφεύρεση η οποία δεν βλέπω  να συνδέετε με υπολογιστή  ή λαπ τοπ. ζούμε στην χώρα που παράγονται τα περισσότερα γκάτζετ και δεν έχεις  χρησιμοποιήσει τίποτα απ αυτά
-Ναι γιατί είναι άχρηστα εντελώς. Δεν χρειάζεσαι την βοήθεια της πληροφορικής για να ταξιδέψεις στον χρόνο
  Η Φούκι άκουσε  θόρυβο από κάτω στον δρόμο
Πολλές πόρτες από αμάξια  ανοίγαν και έκλειναν
 Το κινητό της  στο  τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο χτύπησε  ειδοποιώντας την πως είχε μήνυμα
Το άνοιξε  βιαστικά και διάβασε
«Ο Τακέσι σε πρόδωσε για τις πόρνες. Έρχονται να σε φάνε»
Κοίταξε  αμέσως απ το παράθυρο κάτω στον δρόμο
Περίπου 10 μαυροφορεμένοι  μπράβοι  μαζί με τον Ταμπανόμπου   προχωρούσαν προς την είσοδο της πολυκατοικίας της
-Να πάρει μονολόγησε
-Τι  έγινε;  Ρώτησε ο Χίρο
-Προβλήματα με την δουλειά. Πρέπει να φύγω
-Τι συμβαίνει Φούκι;
-Πρέπει να  εξαφανιστώ. Και συ φύγε μην σε  βρουν εδώ
-Ποιοι;
-Στράβωσε ένα θέμα με την δουλειά και έρχονται να με σκοτώσουν . ξες πως πάνε αυτά τα  πράματα.
-Η Γιακούζα;
-Αυτό το κάθαρμα ο αρχηγός μας ο Ταμπανόμπου. Με κάρφωσε ο Τακέσι. Το πιστεύεις; Είναι ήδη  στις σκάλες και ανεβαίνουν
-Μια λύση υπάρχει , είπε ο Χίρο
-Ναι να   ντυθώ και να πάρω το πιστόλι μου
-Μην κουνιέσαι
-Τι;



​​  Ο Χίρο πάτησε ένα κουμπί και ο χρόνος έμοιασε να παγώνει για την Φούκι, μετά έπεσε  σε έναν γλυκό ημι- λήθαργο. Ένιωσε να αιωρείται  στο κενό , σαν να βρίσκεται στο πουθενά. Ξαφνικά ένιωσε  όλα να γυρίζουν   και μαζί τους να περιστρέφεται και αυτή  με  υπερβολική ταχύτητα  ώσπου ξαφνικά   το σώμα της  συγκρούστηκε  με το  έδαφος κάνοντας την να νιώσει έναν τρομερό πόνο



Ο   Ταμπανόμπου μπήκε  στο δωμάτιο μαζί με  μερικούς μπράβους του με παρατεταμένα τα πιστόλια  τους. Κοίταξε αριστερά  , κοίταξε δεξιά. Είδε μόνο τον Χίρο
-Εσύ τι είσαι; Τον ρώτησε
-Ο Χίρο κύριε
-Η Φούκι που είναι;
-Δεν ξέρω  εδώ και μια ώρα λείπει
 -Σου είπε που πάει;
-Όχι κύριε
Ο Ταμπανόμπου κοίταξε την μηχανή   του Χίρο
-Αυτή η μαλακία τι είναι;
-Είμαι καλλιτέχνης αφηρημένης τέχνης κύριε
-Μαλακίες, ξεστόμισε  ο Ταμπανόμπου και άδειασε μαζί με τους μπράβους του το πιστόλι  του πάνω στο μηχάνημα , μετά κοίταξε τον Χίρο  και του είπε, να βρεις καμιά δουλειά  ρεμάλι





​​Η Φούκι  κοίταξε  τριγύρω της
Έβλεπε ένα λιμάνι, ο θεός να το έκανε λιμάνι. Έβλεπε  έναν φανοστάτη  μόνο να φωτίζει λίγο το σημείο που  βρισκόταν
Το σημείο έμοιαζε να  χε βομβαρδιστεί. Που  βρισκόταν; Τι έγινε;
Σηκώθηκε και περπάτησε λίγο  στην αποβάθρα. Κάποια  στιγμή είδε έναν νεαρό  με ξεσκισμένο πουκάμισο και παντελόνι  και μια τραγιάσκα στο κεφάλι να  κρατάει ένα μαχαίρι και να  κατευθύνεται απειλητικά  απέναντι σε έναν  μεγαλύτερο του καλοντυμένο  κύριο
-Μιχάλη πρόσεξε. Θα βρεις τον μπελά  σου
-Κάθαρμα . Δώσε μου  τους 2 μήνες μεροκάματα που με  χρωστάς αλλιώς θα σ ε  σφάξω  εδώ και τώρα
Ο καλοντυμένος  γέλασε.
Η Φούκι είδε από μια γωνία  δυο  τύπος με πιστόλια  στα χέρια  να επιχειρούν να βγουν πίσω απ τον Μιχάλη. Το ένστικτό της πληρωμένης δολοφόνου  λειτούργησε αυθορμήτως και  έτρεξε προς το μέρος τους , πήδηξε στον αέρα  άνοιξε  τα πόδια  της και καθώς προσγειωνόταν  τους κλώτσησε στους σβέρκους. Ο ένας  έπεσε αναίσθητος  στο έδαφος . ο δεύτερος παραπάτησε αλλά σύντομα επανέκτησε τον αυτο- έλεγχο. Γύρισε προς το μέρος της έτοιμος να την σημαδέψει με το πιστόλι του όμως  η Φούκι  το πρόβλεψε και με μια γυριστή κλωτσιά  του χτύπησε το χέρι εκτινάσσοντας το πιστόλι του λίγο παραπέρα. Μετά τα χέρια της με μια λαβή  απλά του έσπαγαν τον αυχένα.
  Ο Μιχάλης  και ο καλοντυμένος βλέπαν μια  γιαπωνέζα  που φορούσε μόνο τα εσώρουχα και τις ζαρτιέρες της  στο  λιμάνι  της Μεγαλούπολης  του 1922 να σπάει στο ξύλο δυο  μπράβους και να τους αφοπλίζει.
  Η  Γιαπωνέζα  μάζεψε τα πιστόλια και κοίταξε προς το μέρος τρους χαμογελώντας
-Πήγες να του την φέρεις, φώναξε στον καλοντυμένο, δεν είναι δίκαιο. Τώρα μπορείτε να συνεχίσετε
  Παραξενεύτηκε. Μιλούσε μια γλώσσα που δεν γνώριζε. Πως γινόταν;
  Ο Μιχάλης  στράφηκε προς τον καλοντυμένο  ο οποίος τώρα τον παρακάλαγε να τα βρούνε. Όμως ο νεαρός πρόσφυγας δεν τον άκουγε. Τον πλησίασε  και του μπηξε το μαχαίρι στην κοιλιά αρκετές φορές. Ο καλοντυμένος έπεσε κάτω στο πάτωμα αλλά ο Μιχάλης συνέχιζε να τον  μαχαιρώνει
  Η Φούκι στάθηκε από πάνω του
-Νομίζω τον σκότωσες πάνω από 10 φορές. Αν συνεχίσεις  θα ξημερώσει και μάλλον θα σε  μαζέψουν οι μπάτσοι
  Ο Μιχάλης σηκώθηκε  και την κοίταξε
Πρώτη φορά έβλεπε  Γιαπωνέζα. Περιεργάστηκε  λίγο την αμφίεση της
Από πίσω της είδε τον δεύτερο μπράβο να συνέρχεται και να τραβάει απ το σακάκι του   το δεύτερο πιστόλι που είχε. Την άρπαξε και πέσανε  στο  πλάι καθώς  τους πυροβολούσε. Αμέσως , σχεδόν ενστικτωδώς  ή Φούκι γύρισε και  ανταπέδωσε τα πυρά   δυο φορές πετυχαίνοντας τον στο  μέτωπο
-Γαμώ το , που έμαθες τόσο καλό σημάδι; Την ρώτησε, από πού είσαι;  Γιατί  είσαι έτσι;  Τι έχουν τα μάτια σου;
-Τι χρονιά έχουμε;  Τον ρώτησε η  Φούκι
Ο πρόσφυγας παραξενεύτηκε
-Πολύ παράξενη  είσαι.
-Είμαι από την Ιαπωνία. Την ξέρεις την  Ιαπωνία;
-Και ποιος μαθαίνει στην Ιαπωνία στα κορίτσια να ρίχνουν ξύλο και να σκοτώνουν με  πιστόλια;
  Η Φούκι ξεφύσηξε
-Μήπως πρέπει να φύγουμε; Μην τυχόν και έρθουν οι μπάτσοι . Που έχεις το αμάξι σου;
-Φαίνομαι να χω τόσα λεφτά   για να χω και αμάξι;  Πρόσφυγας είμαι κοπέλα μου
-Απ την Συρία;
Ο Μιχάλης την κοιτούσε χωρίς να απαντήσει
Η Φούκι ξεφύσηξε.
-Τέλος πάντων. Δε ξέρω να οδηγώ. Αυτός εκεί έχει  αμάξι;  Είπε και έδειξε τον  νεκρό καλοντυμένο πρώην  αφεντικό του  Μιχάλη
  Ο Μιχάλης έτρεξε προς το πτώμα. Ψαχούλευε τις τσέπες του. Βρήκε  ένα πάκο  χαρτονομίσματα  και τα κλειδιά απ το αμάξι. Τα πήρε και τα δυο. Πέταξε τα κλειδιά στην Φούκι.
Τρέξανε  ως το αμάξι . η  γιαπωνέζα έβαλε  μπροστά και φύγανε
-Που πάω;
-Προς την  προσφυγογειτονιά. Εκεί μένω
-Τώρα μάλιστα.
-Τι;
-Εξυπνάκια μόλις έφτασα  στην πόλη σας. Δεν ξέρω σε ποια χρονιά είμαι και θα ξέρω  που είναι η προσφυγογειτονιά;
-Το πες και πριν . γιατί δεν ξέρεις τι χρονιά έχουμε;
-Αν σου πώ την αλήθεια  υπόσχεσαι να μην με παρεξηγήσεις;
-Υπόσχομαι
-Εντάξει. Θα στο πω όσο πιο απλά  μπορώ. Έρχομαι απ το μέλλον. Απλά ο Χίρο δεν ήξερε  σε ποια χρονιά με έστειλε
-Εντάξει είσαι τρελή
-Με πιστεύεις;
-Δες  εδώ και αρκετό καιρό περνάω πολύ δύσκολα. Έχει μέρες που δεν ξέρω αν θα  φάμε. Στην προσφυγογειτονιά  μας έχουν βάλει σε κάτι θαλάμους χωρίς πόρτες και ο αέρας  τον χειμώνα σκοτώνει τους ανθρώπους μας
Καταλαβαίνεις;
Έχετε κρύο στην Ιαπωνία. Που να ξες από κρύο  εσύ. Εδώ η  υγρασία και ο  αέρας μόνο πέρσι σκότωσε 20 άτομα.
Υποτίθεται  είναι εδώ Ελλάδα , η πατρίδα μας αλλά κανείς έλληνας δεν μας γουστάρει. Σκέψου  δούλευα μήνες για αυτόν τον  βλάκα και μου φαγε τα λεφτά . καλά δεν έκανα που τον σκότωσα;
-Καλά έκανες
-Μην με διακόπτεις απλά οδήγα  . όλο ευθεία  πήγαινε  εκεί που θα δεις λάσπες  είναι η προσφυγογειτονιά
Λοιπόν. Δεν γίνεται να δουλεύω  και να μην με πληρώνουν . αυτοί έχουν το κράτος , την αστυνομία με το μέρος  τους .
Εγώ τι έχω; Το πήρα απόφαση. Αν θέλουμε να ζήσουμε πρέπει να μπούμε  στην παρανομία.
Ήδη  τα παιδιά στην γειτονιά που μίλησα είναι μέσα.
Πρόσεξε γιατί δεν ξες απ αυτά τα πράματα
-Ναι δεν ξέρω  . μου λες  τώρα εσύ και μαθαίνω
-Ναι δεν θα σου κρατήσω  τίποτα μυστικό. Πρόσεξε. Ειπα μονο έμπιστους γιατί μπορεί να μαστε όλοι απ τα ίδια μέρη  , από κει που μας διώξαν οι  τούρκοι του Κεμάλ αλλά ντάξει. Έχει και ρουφιάνους.
  Όμως κινούμαστε με πλήρη μυστικότητα.
Και θέλω χέρια.  Είσαι μέσα;
Μην νομίσεις  πως επειδή είσαι σε…, την κοίταξε  από πάνω  μέχρι κάτω που  φορούσε  εσώρουχα, σε ευάλωτη θέση  πως δεν θα σε  σεβαστούμε.
Πρόσεξε
Αν έρθεις μαζί μας θα σε  σύντροφος ίσος … ίση, ίση είναι  το σωστό σε όλα
Καταλαβαίνεις  ;
-Ναι. Και θα μου μάθετε πως σκέφτεται ένας εγκληματίας ε;
-Ναι. Θα σαι δικιά μας. Και έχεις απ ότι είδα αρκετές ικανότητες
-Είμαι μέσα αδερφέ
-Ναι αλλά δεν ξέρω το όνομα σου
-Φούκι
-Φύκι;
-Φούκι
-Τι Φούκι;
-Φούκι με λένε
-Τέτοια ονόματα έχετε  στην Ιαπωνία;
-Ναι. Αστείο σου φαίνεται;
-Εμένα με  λένε Μιχάλη
-Χάρηκα
-Και γω.  Φύκι…Φέκι…. Φούκι, Φούκι ναι;  Το πα σωστά;
«θεέ μου  που έχω μπλέξει;» σκέφτηκε η Φούκι καθώς οδηγούσε
-Είμαστε ζωντανοί Φούκι. Δεν ξέρεις τι ζήσαμε στην πατρίδα. Θάνατος και φωτιά  έπεσε ξαφνικά μια μέρα στα κεφάλια μας . Κανείς να μην το ζήσει αυτό, είπε  ο Μιχάλης καθώς κοιτούσε την ακτογραμμή που βρισκόταν παράλληλα με τον δρόμο
  Η Φούκι πρώτη φορά ένιωσε να τον καταλαβαίνει
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η  προσφυγοτειτονιά  ήταν γνωστή στην πόλη και ως «Θάλαμοι» λόγο των σχεδόν ψεύτικων κατασκευών που έφτιαξε στα γρήγορα  το κράτος για να στεγαστούν οι πρόσφυγες. Κατασκευές που δεν διέθεταν καν πόρτες και οι άνθρωποι προσπαθούσαν να προστατευτούν απ το κρύο  τοποθετώντας κουβέρτες στις εισόδους τους
  Η Φούκι είδε  το πρώτο της βράδυ στους θαλάμους πολυμελείς οικογένειες να αγκαλιάζονται και να ξαπλώνουν στο πάτωμα  μιας και δεν υπήρχαν κρεβάτια. Μωρά να κλαίνε απ το κρύο και την πείνα. Γέρους να βογγάνε  απ τις αρρώστιες
  Η ίδια  είχε ζήσει από πιτσιρίκα  ως άστεγη στους δρόμους του Τόκιο όμως αυτό το πράμα που αντίκριζε  τώρα της ράγισε την ψυχή
  Προς τα  χαράματα την πήρε λίγο ο ύπνος  στο πάτωμα  δίπλα στον Μιχάλη. Το πρωί  η πρώτη κουβέντα  που άκουσε όταν ξύπνησε  ήταν
-Έχασες την δουλειά σου και μου φέρνεις και πουτάνες   τώρα ;  δυο στόματα είμαστες και  δεν   πεινάμε και συ έφερες και αυτή; Ποιος θα την ταϊσει  μου λες;
Και  δεν ξέρεις και από πού κρατάει  η σκούφια της. Από ποιο χωριό είναι;  Ποιος είναι ο κύρης της;  Χάθηκε στην  καταστροφή  πίσω στις πατρίδες ή είναι εδώ και θα την  ψάχνει;
     Η μάνα του Μιχάλη γκρίνιαζε  ασταμάτητα , όμως  είχε δει μόνο την πλάτη της Φούκι. Ο Μιχάλης προσπαθούσε να κρατήσει τα γέλια του  ακούγοντας την να  γυρεύει τον  πόντιο πατέρα της Φούκι
-Καλημέρα, είπε η Φούκι και τέντωσε να χέρια της να ξεπιαστεί
Η μητέρα του Μιχάλη γύρισε και την κοίταξε
Έμεινε με  ανοιχτό το στόμα
-Τι ναι τούτο; Αναφώνησε
-Μάνα άνθρωπος εν ιστε  ντο , δεν είν κάνα  κτήνεο
-Και ντο θα λέει ο κόσμος όταν θα ελέπε  την;
   Ο Μιχάλης την  φίλησε στο κεφάλι και της είπε
-Ασατο  αούτο α καθαριζνατο  εγώ
-Ουιιιι, εη κιτι  αναθεμά τα αχούλις  το κοντόν

Ο Μιχάλης πλησίασε την  Φούκι και την βοήθησε να σηκωθεί
-Πως κοιμήθηκες; Την ρώτησε
-Έχουμε  ένα πάκο  χαρτονομίσματα και κοιμόμαστε στα πατώματα;
-Είσαι χαζή;  Δεν ξες από  παρανομία…
-…ναι  δεν  ξέρω. Το ξεχνάω αυτό συνέχεια , για πες μου
-Τα καρακόλια θα  χουν ήδη  βρει το πτώμα  του  κλέφτη του αφεντικού μου. Θα καταλάβουν πως λείπουν  τα λεφτά του απ το σακάκι. Πρώτα θα  ψάξουν στα ξενοδοχεία. Τι λες να σκεφτόταν αν  βρίσκαν εκεί έναν πρώην  εργάτη του  και μάλιστα πρόσφυγα να  χει νοικιάσει ένα καθαρό ζεστό  δωμάτιο;
-Ωωωω, είσαι έξυπνος Μιχάλη το μυαλό σου κόβει. Για αυτό θα σαι ο αρχηγός μας;
-Σταματά. Τέρεν ντο α λέγω  σε. Δεν θα χουμε αρχηγούς. Θέλω όλοι να σκέφτεστε  δεν γίνεται ένας άνθρωπος να  τα σκέφτεται όλα  συνέχεια
Εγροίξες;

    Εκείνη την ώρα έσκασε η μάνα του φανίζοντας χαρούμενα  και μπήκε ανάμεσα τους κρατώντας ένα μικρό ταψί
-Καλώς ήλθες κόρη μου. Σου φερα να φας λίγο πρισκία  πούλιμ  , είπε και την  άφησε το ταψί  στα πόδια της
  Το ¨λίγο» της μάνας του Μιχάλη ήταν ένα   ταψί  γεμάτο με πίτα από  τυρί και μυτζήθρα
-Σας ευχαριστώ  κυρία…
-Ραχήλι
-Κυρία Ραχήλι δεν ήταν  ανάγκη . Δεν πεινώ. Εξάλλου  νομίζω άλλοι έχουν πιο πολύ ανάγκη από φαϊ 
   Η μάνα του Μιχάλη  δάκρυσε. έφερε τα χέρια της στα μάγουλα της και την  φίλησε
-Να χαρώσε  πούλιμ, νουνιζς των άλλων τα ζωάς και  δεν νουνιζς τη  νιτζαρές;
Ο  Μιχάλης της  ψιθύρισε
-Σου είπε « σκέπτεσαι τους άλλους και δεν σκέφτεσαι τον εαυτό σου»
  Η Φούκι  γύρισε και του απάντησε
-Τα καταλαβαίνω καλά
Πως γινόταν  για ένα μυστήριο λόγο να καταλαβαίνει  και να μιλάει ελληνικά αλλά να κατανοεί και τα  ποντιακά;
  Η Ραχήλ  της έκοψε ένα κομμάτι και της το έβαλε σχεδόν με το ζόρι στο στόμα
-Ντο έμορφέσα πα  είναι;  Κρίμα ναμην   εν  ασα μέρη μων
-Μάνα , Γιαπωνέζα εν
-Εξέρατο βρε ζούρτελε. Μάτεα  έχω και ελέπω. Μ αρούτα τα ζυγωματικάν  γιαπώνεζα θα έντονε ντο θα ετον;  Γαλλίδα; Ουί αναθεμάτες  ξάι  κι χωνεύατες τες γαλλίδες , όλες καραπουταναάρες και   χτικιάρες εν
-Μάνα , τέρε ντο θα ρωτώ σε . εσύ  άλλο πα  εξέρς πως εν οι γιαπωνέζες και οι γαλλίδες πα;
-Σην Τραπεζούντα όταν έχεν παζάρι, ο παπούς σου όταν έμανε  μικρέσα  επερμενέν και  επηεάμεν. Εκεί πα    αράζαν πλοία  ας όλον τον κόσμο  ρίζαμ. Εκεί πα  έδα για  επρώτη φορά και γιαπωνέζους


Λίγα λεπτά αργότερα  ο Μιχάλης  με την Φούκι περπατούσαν έξω απ τους θαλάμους
-Θα συναντηθούμε με τα άλλα παιδιά. Να γνωρίσεις όλη την  συμμορία
-Έχετε όνομα;
-Έχουμε τα ονόματα  που μας βάφτισε ο παπάς
Η Φούκι γέλασε
-Όχι καλέ. Κάθε συμμορία πρέπει να χει ένα όνομα
-Γιατί πρέπει να  χει όνομα μια συμμορία;
-Γιατί υπάρχουν πολλές συμμορίες . πρέπει να ξεχωρίζει η κάθε μία


Η συνάντηση έγινε  δίπλα σε  ένα ποτάμι  περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά  απ τους θαλάμους
-Μαζευτήκαμε  εδώ , ξεκίνησε να μιλάει ο Μιχάλης, γιατί καταλάβαμε όλοι πως εδώ που μας φέρανε δεν γίνεται να ζήσουμε  αν πάμε με τον σταυρό στο χέρι. Μόνος τρόπος να επιβιώσουμε  και να ζήσουμε με αξιοπρέπεια  είναι να ξεχάσουμε τα λόγια του προύχοντα και του παπά.
 Οι έλληνες  θεσπίζουν  συνεχώς νόμους  και  συνεχώς παρανομούν. Προτείνω να κάνουμε και μεις το ίδιο. Μόνο προσέξτε. Για αυτούς εμείς είμαστε ξένοι. Ακόμη και ο Βενιζέλος που  δήθεν μας  υποστηρίζει βλέπει σε  εμάς μια  εν δυνάμει  εκλογική πελατεία . Όταν μας χρησιμοποιήσει θα μας πετάξει   στα αζήτητα.
-Είμαστε όλοι μέσα, είπε ο Δήμος , όμως η κοπέλα μου  έφερες …δεν είναι  καν  δική μας
-Η Φούκι είναι μια  από εμάς. Δήμο, Ισαάκ,Παρέσα, Συμέλα  ακούστε με καλά. Αυτή η κοπέλα  χτες μου έσωσε την  ζωή. Δεν είχε κανένα  συμφέρον να το κάνει
-Αν, πετάχτηκε διακόπτοντας τον  η  Φούκι, αν με θεωρείται ξένο σώμα …δεν θέλω να  δημιουργήσω προβλήματα . μπορώ να  φύγω μην  ανησυχείτε  για μένα …
  Η  Παρέσα την πλησίασε και την αγκάλιασε
-Αν σε εμπιστεύεται ένας από εμάς  σε  εμπιστευόμαστε όλοι.
-Ευχαριστώ
-Και τώρα, φώναξε ο  Μιχάλης, και δεν θέλω να με διακόψει κανείς. Σας έχω κάτι εδώ.  Για σας και τις οικογένειες  σας αλλά  να στε προσεκτικοί. Μην ξοδέψετε πολλά αμέσως γιατί θα μας κάνουν τσακωτούς, είπε και έβγαλε  τα πάκα με τα  χαρτονομίσματα, μοιραστείτε τα.
   Κοίταξε την Φούκι
-Αυτό αφορά και σένα  Φούκι. Βοήθησες  στο να  αποκτηθούν.
  Ο Δήμος  την κοίταξε
-Μην ντρέπεσαι. Αν είναι να σαι μαζϊ μας θα σαι και στα καλά και στα άσχημα
   Ο Ισαάκ καθόταν παραπέρα αμίλητος
Η Συμέλα του φώναξε
-Τι έχεις  εσύ;
-Σκέφτομαι.
Τι σκέφτεσαι;  Ρώτησε ο Μιχάλης
--Δεν άκουσες τίποτα;
-Όχι τι να ακούσω;
Ο  Ισαάκ σηκώθηκε και τους πλησίασε
-Ο Καστανάς έπιασε την καλή
-Έλα  ρε. Το παλικάρι έχει  άρρωστο παιδί και γυναίκα . τι έγινε βρήκε δουλειά;
-Και με καλά λεφτά
-Μπράβο ρε . Μπας και σωθούνε. Που  βρήκε;
-Στους θαλάμους, είπε  γελώντας πονηρά ο Ισαάκ
Ο Μιχάλης  παραξενεύτηκες. Κοίταξε τους άλλους. Ο Ισαάκ  ξαναπήρε τον λόγο
-Οι μπάτσοι έξω απ τον καταυλισμό θέλουν ένα  μπάτσο μέσα στον καταυλισμό. Ψάξαν και βρήκαν τον πιο παλικαρά. Τον  ντύσαν με μια στολή σαν την δική τους. Του  δώσαν και ένα καλό μπαξίσι και  ένα παλούκι με την άδεια να δέρνει όποιον δεν κάθεται καλά
-Βάλαν μπάτσο  στον καταυλισμό;
-Εδώ και μια  βδομάδα, απάντησε ο Δήμος
-Καλά. Ο Καστανάς ήταν και σοβαρός δεν θα  δημιουργήσει  προβλήματα στους δικούς του ανθρώπους
   Ο Ισάακ χαμογέλασε και πλησίασε τον Μιχάλη
-Το ίδιο πίστευα και γω αδελφέ μου. Λέω στην ανάγκη τον βρήκαν και αυτός δέχτηκε  για να  σώσει την οικογένεια του αλλά δεν θα στραφεί σαν τσέτης  εναντίον μας. Όμως  κακός σύμβουλος η εξουσία και η δύναμη αδελφέ μου.
Χτες  που λειπες έσπασε  στο ξύλο  τον πιτσιρικά της κύρα Βούλας
Ο Μιχάλης έβγαλε μέσα απ την τραγιάσκα του ένα τσιγάρο και το   άναψε
-Για ποιο λόγο;  Όχι μισόλογα
-Με το που έγινε μπάτσος  ο αλήτης, πούλησε μόστρα στην Γιάννα
-Την ελαφρών; Που το παίζει κοντέσα;
-Αυτήν . Και αυτή είδε το πουγκί με τα λεφτά  . και αυτός ποιο παιδί  και ποια γυναίκα του; όλη μέρα στο θάλαμο της είναι και …καταλαβαίνεις. Βάλανε μια κουρελού να  μην φαίνονται   στους άλλους του  θαλάμου και όλο  το κάνουν
-Κάτσε ρε. Η Γιάννα έχει και τρία αδέρφια.  Γομάρια και  περήφανοι
-Καλά Μιχάλη. Ονειρέψου. Είδαν τα πουγκιά με το χρήμα και αυτοί  ,  τους έφερε και λίγο κρασί και κονσέρβες απ τις αποθήκες των μπάτσων και γλυκάθηκαν σαν πόρνες
-Και ο μικρός γιατί έφαγε ξύλο;
-Γιατί  το αφορεσμένον  είναι όπως ήσουν εσύ στην ηλικία του. Άνοιξε μια τρύπα στον θάλαμο για τους παίρνει  μάτι.
-…και ο μπάτσος τον κατάλαβε …,μονολόγησε  ο Δήμος
  Ο Μιχάλης κοίταξε την Φούκι
-Μπορώ να τον αναλάβω, είπε η κοπέλα και όλοι την κοιτάξανε
-Το ξέρω πως μπορείς όμως …και ακούστε το όλοι καλά. Οι Ιωανιδαίοι, τα αδέρφια της Γιάννας σκοπεύουν να  κάνουν βρωμοδουλειές όπως και μεις.
-Τι σόι βρομοδουλειές;  Ρώτησε η Παρέσα
-Δεν ξέρω, απάντησε ο Μιχάλης, Συμέλα εσύ είσαι στο ίδιο συνδικάτο μ αυτούς. Θα σαι τα μάτια  μας εκεί μέσα. Οι κομουνιστές σε εκτιμάνε πολύ.
-Ναι, ο ένας δουλεύει  φορτηγατζής στο λιμάνι και οι δυο  ως καραγωγείς . Παίζει πολύ το μάτι τους  , ιδίως όταν μπαίνουν στις αποθήκες στο λιμάνι
-Για αυτό κατάπιαν  την πουτανιά της αδερφής τους. Αν τα χουν καλά με τον Καστανά θα μπορέσουν να χουν κάλυψη απ την αστυνομία. Αν έχουν κάλυψη απ την αστυνομία θα μπορούν να κάνουν πιο εύκολα τις  βρωμοδουλειές τους. Αν καταφέρουν και εδραιωθούν  θα γίνουν νταβάδες μέσα στην  γειτονιά
Αυτό πρέπει να το αποτρέψουμε
-Μπορώ να τους ξεπαστρέψω μέσα σε μια νύχτα, ψέλλισε η  Φούκι
-Και μετά θα  σκάσει όλη η αστυνομία της Μεγαλούπολης στον καταυλισμό και θα μας κάνουν άνω κάτω. Όχι πρέπει να τους παρασύρουμε όλους  μαζί εκτός  γειτονιάς και εκεί να τους   βγάλουμε απ την μέση.
  ο Δήμος έπιασε με το χέρι του  το  μαχαίρι που είχε στο ζωνάρι του  και πλησίασε τον Μιχάλη
-Χτύπησε μικρό παιδί . Το  βράδυ  ο μικρός  ψηνόταν στον πυρετό. Καλές οι τακτικές όμως στην πατρίδα πίσω κάτι τέτοια  τα καθαρίζαμε  στην αρχή τους  Μιχάλ
-Εδώ δεν είμαστε στην πατρίδα
Άλλη χώρα, άλλο σύστημα , άλλοι μπάτσοι
Εκεί ακόμη και ο τούρκος του χωριού θα μας στήριζε για κάτι τέτοιο
-Αν ο μικρός δεν τα καταφέρει…
Η Συμέλα παρενέβη
-Θα φροντίσω να τον δει ένας γιατρός που χουμε στο συνδικάτο. Αριστερός. Ο ίδιος δεν θα χρειαστεί λεφτά  αν όμως πει για  φάρμακα  προτείνω να βάλουμε όλοι απ αυτό εδώ το μερίδιο
  Η Φούκι  έπιασε στα χέρια της το μερίδιο της και το έβαλε  στην μέση.
-Περάσατε πολλά  τα τελευταία χρόνια όλοι σας. Εγώ  είμαι ακόμη καλά. Θα χρειαστούν οι δικοί σας το μερίδιο σας  για να επιβιώσουν. εγώ βάζω το δικό μου και νομίζω φτάνει για να σωθεί  το μικρό
-Και συ τι θα τρώς;  Ρώτησε ο  Δήμος
-Έφαγα το πρωί  πρεσακερία , μπορώ να συντηρηθώ  για λίγο καιρό φαντάζομαι με  αυτά , ε;
-Τι έφαγες; Ρώτησε η Παρέσα και γελάσαν όλοι
-ε τέλος πάντων κάτι που  ήταν σε ένα  ταψί ρε παιδιά
-Πρισκία,  μονολόγησε ο Μιχάλης, πρισκία τα λέγαν αυτά που  έφαγες

​Ο Δημητριάδης περπατούσε πάνω κάτω  στον καταυλισμό. Μόλις είδε τον Μιχάλη   έτρεξε κατά πάνω του
-Θέλω να σου πω
-Τι συμβαίνει;
-Θα ρθεί εδώ
-Ποιος θα ρθει  εδώ Δημητριάδη;
-Ο καθηγητής, ο κύριος Λεωνίδας. Αποφάσισε να κατέβει στις εκλογές. Πρέπει να του οργανώσουμε μια αξιοπρεπή  υποδοχή. Θα βοηθήσεις;
-Αξιοπρεπή υποδοχή;ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση ο  Μιχάλης και κοίταξε τριγύρω του  τις  λάσπες, εδώ;  Στον βαλτότοπο;
-Πόντιοι είμαστε. Ακόμη και έναν βαλτότοπο μπορούμε να τον μετατρέψουμε  σε μια  αξιοπρεπή τοποθεσία
-Αλήθεια;  Και τόσο καιρό γιατί δεν το κάναμε; Μήπως για τι  δεν μπορούμε;
-Μιχάλη. Πρόσεξε καλά . είμαι μεγαλύτερος σου, δείξε  σεβασμό Μιχάλη
-Ρε συ Δημητριάδη να σου πω κάτι  χωρίς  πολλές πολλές περιστροφές;
-Σ ακούω
-Πίσω στην πατρίδα  που ίσχυε  άλλο σύστημα ήσουν ένα προύχοντας σε ένα χωριό, εδώ  που  ήρθαμε τι ακριβώς παριστάνεις;  Θες να γίνεις αρχηγός του καταυλισμού; Να  μας ελέξεις για  να βγάλεις το κατιτίς σου;
-Πέρασες τα όρια, διαμαρτυρήθηκε  ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του ο Δημητριάδης, με τον συγχωρεμένο τον πατέρα σου ήμασταν  αδερφικοί  φίλοι. Πως τολμάς να μου μιλας έτσι;
Ο Μιχάλης τον άρπαξε απ τον γιακά
-Ο πατέρας μου ήταν καλός  άνθρωπος. Επειδή  ήμουν μικρός μην νομίζεις πως δεν καταλάβαινα.. Δεν ξεχνάω που του φάγες ένα χωράφι επειδή και μόνο κλαιγόσουνα. Και στο χάρισε απ την καλή του την καρδιά. Σίγουρα  θα τον θεώρησες βλάκα τότε  ε;
-Δεν έγιναν  έτσι τα πράματα
-Άκου γέρο. Εδώ πέρα  είναι άλλος  τόπος. Εδώ είσια μέσα  στα τσαμούρια και είσαι ένα μηδενικό όπως όλοι μας. Αν πας να  μας πατήσεις  για να ανέβεις θα σε λιώσω. Κάτσε λοιπόν φρόνιμα και άσε τους  καθηγητές, τις υποδοχές και  τα  βουλευτιλίκια και βάλε ένα χεράκι όπως κάνει ο λαός μας να  βοηθήσουμε όσους έχουν ανάγκη
Ο Δημητριάδης  σήκωσε τα χέρια του και άρπαξε τους καρπούς  του Μιχάλη. Ήταν γερό σκαρί ο γέρος και μια κάποια δύναμη ακόμη και  τώρα στα 60 του χρόνια την είχε. Πίεσε με δύναμη και πόνεσε τους καρπούς τους Μιχάλη αλλά δεν  κατάφερε να τους κατεβάσει κάτω
-Μιχάλη. Αν αποφάσισες  εσύ να  αυτοκτονήσεις  εμείς δεν θα σε ακολουθήσουμε. Ο μαχαλάς έχει πλέον σύλλογο και με  χουν  εκλέξει πρόεδρο του με νόμιμες και διαφανείς διαδικασίες. Αν θέλουμε να ξεφύγουμε από δω μέσα πρέπει να  παίξουμε με πολιτικά μέσα και   η κάθοδος του καθηγητή Λεωνίδα είναι  η ευκαιρία μας
    Όλοι τον σέβονται και στην Ελλάδα και στην Γαλλία και παντού
Αν εκλεγεί θα χουμε έναν βουλευτή δικό μας
Ο Μιχάλης του άφησε τον γιακά και τον έσπρωξε. Μετά τον σημάδεψε με το δάχτυλο του
-Και στο κοινοβούλιο των νέο-τουρκων είχαμε  όχι έναν  αλλά περισσότερους δικούς μας  βουλευτές . Και μεις και οι Αρμένιοι. Δεν νομίζω να λειτούργησε υπέρ μας  η  δημοκρατία σας
Για αυτό μην με μπλέκεις με αυτά
  Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε  ο παπα-Γιώργης , ένας κοντούλης  συνομήλικος του  Δημητριάδη
-Μιχάλη παιδί μου  γιατί φωνάζεις;
Ο Μιχάλης  κοίταξε τον παπά
-Βρήκες τις απαντήσεις σου παπά; Σου μίλησε ο θεός σου; Σου είπε  γιατί  τραβάμε  όσα τραβάμε;
-Δεν μπήκα στον κόπο να τον ρωτήσω, είχα σημαντικότερα   πράματα να κάνω
Ο Μιχάλης τον κοίταξε σουφρώνοντας τα μάτια κι ο παπάς συνέχισε
-Έψαξα να βρω  φτηνό ύφασμα να ράψουμε κάνα ρούχο για τα παιδιά μας
Ο Μιχάλης κοίταξε τον Δημητριάδη και του πε
-Είδες ο παπάς; Κάτι κάνει  εδώ πέρα αντί να περιφέρει  την άθλια ύπαρξη του και να πουλάει πολιτικάντικα  φούμαρα για συλλόγους και βουλευτάδες, μετά κοίταξε τον παπά, αν  χρειαστείς  βοήθεια…για τα παιδιά παπά  βάλε  μια φωνή.

Οι δυο άντρες τον είδαν να φεύγει
-Έφερε μια  γιαπωνέζα στον καταυλισμό, ψιθίρισε στον παπά ο Δημητριάδης
-Και;
-Που την βρήκε;
-Όλοι είναι πλάσματα του  θεού, όλοι
-Μα είναι χριστιανοί  οι  γιάπωνες;
-Και που είναι οι άλλοι είδαμε τα  χαϊρια τους Δημητριάδη. Ο μικρός  καλά σου  μίλησε, απλά δεν τα πε  με  ωραίο τρόπο. Κράτα μικρό καλάθι.
-Να μην βοηθήσουμε τον καθηγητή να  εκλεγεί; Αυτό από σενα παπά  δεν το περίμενα. Να παίρνεις  το μέρος του αφορεσμένου
-΄Ακουσες απ το στόμα μου να βγαίνουν αυτές οι λέξεις; Αυτό που σου λέω είναι πως και οι  δυο μας στην ζωή μας είδαμε πολλά  και μας υποσχέθηκαν διάφοροι ακόμη πιο πολλά αλλά στο τέλος  δεν μας δώσαν τίποτα
Να το θυμάσαι αυτό, του πε και έφυγε


Ο Παύλος   πλησίαζε με το κάρο του  στον θάλαμο τους. Πίσω του καθόταν τα αδέρφια του , ο Μπάμπης και ο Αρίστος
Δέσαν το  κάρο σε ένα δέντρο και πλησιάσαν τον θάλαμο.
Ο Παύλος κοίταξε τα αδέρφια του πριν φωνάξει
-Ήρθαμε. Να μπούμε;
Από τον απέναντι από θάλαμο κάτι  γερόντισσες   χαχανίσαν και ψιθιριστά κάτι σχολίασαν μεταξύ  τους
Τα τρία αδέρφια μπήκαν μέσα. Απ το κάλυμα  που χώριζε τον χώρο της Γιάννας  απ τον  υπόλοιπο θάλαμο  βγήκε ο Καστανάς  σφίγγοντας την ζώνη  στην στολή του
-Τι κάνετε;
Ο Παύλος έδειξε με το χέρι του το κάλλυμα
-Καστανά αυτό εδώ πρέπει να σταματήσει. Μας σχολιάζει ο κόσμος
-Το τι κάνω εγώ είναι δική μου  δουλειά, φώναξε πίσω απ το κάλλυμα  η Γιάννα , αυτοί οι άχρηστοι που βρωμάν τα χνώτα τους απ την πείνα  ας κοιτάξουν πως θα βγάλουν την νύχτα. Και να μην ασχολιούνται με μας
  Ο Καστανάς τους έπιασε απ τους ώμους.
-Πάμε έξω   λίγο να μιλήσουμε

Βγήκαν έξω στην λασπουριά. Ο  μπάτσος τους πρόσφερε τσιγάρο και μετά μπήκε στο ψαχνό. Π΄ρωτα κοίταξε τον Παύλο που έμοιαζε σαν ο αρχηγός της οικογενείας
-Τι έκανες  ; τον ρώτησε
-Μίλησα με τον άνθρωπο μου . αυτόν στην αποθηκή  που ξέρει τον Τούρκο
-Και τι σου είπε;
-Ο Ολλανδός  παρήγγειλε απ την Πόλη ένα μεγάλο  φορτίο με   μορφίνη και ένα  νέο ναρκωτικό  που το λένε ηρωίνη
-Και χουν ζήτηση αυτά;
-Αν αυτός ο μαλάκας , είπε ο Παύλος και κοίταξε τον  Αρίστο, αφήσει το λιμάνι και μπεί  στα κέντρα διασκέδασης  σαν σερβιτόρος  θα βγάλουμε πολύ  χρήμα
  Ο  Αρίστος διαμαρτυρήθηκε
-Δεν γουστάρω να κάνω τον  σερβιτόρο και να με διατάζουν όλοι
   Ο Παύλος τον άρπαξε απ το κεφάλι  και του   απάντησε γλυκά
-Δεν θα σαι σερβιτόρος. Θέατρο θα παιζεις. Θα σαι τα μάτια μας στην νύχτα. Οι μουσικοί και ο καλός  κόσμος   κάνει κρα  για αυτά  τα ναρκωτικά. Η μισή πόλη πολέμησε  σε διάφορους πολέμους και υποφέρει από τραύματα. Αυτά τα δυο  φάρμακα  τους φέρνουν γαλήνη μόνο που διαρκεί λίγο και  σε μια μέρα  θέλουν και άλλο , και άλλο , και άλλο. Και συ θα βρεις ποιοι το ζητάνε και μεις θα το πουλάμε.
Σε έξη μήνες θα βγάλουμε τόσα λεφτά που θα  μπορούμε να φύγουμε απ αυτά  εδώ τα σκατά
-Είπες , παρενέβη  ο  Καστανάς, πως  την μεγάλη ποσότητα την παρήγγειλε ο Ολλανδός
-Ναι αυτός
-Αυτός ελέγχει όλη την πόλη.είναι επικίνδυνο να μπούμε στα χωράφια του
-Ο Ολλανδός  θα παραλάβει απ τον  τούρκο που θα το φέρει και θα το σπρώξει στην Ευρώπη. Γερμανία , Αγγλία , Γαλλία. Εκεί οι  στρατιώτες που ήταν στον πόλεμο το χουν ανάγκη και γίνεται χαμός
-Και δεν σπρώχνει στην πόλη;
-Τι να ασχοληθεί εδώ;  Για 20-30 πελάτες;  Για αυτόν είναι ψιλοπραματα. Για μας όμως   τα λεφτά που θα βγάλουμε  από  δαύτους θα μας κάνουν να ξεφύγουμε απ τα σκατά
-Εγώ μπορώ να ζητήσω απ τους δικούς μου, είπε ο μπάτσος, σαν χάρη να μην σας  πολυζαλίζουν  ώστε να μπορείτε να το διακινήσετε  ελεύθερα. Ο Αρίστος θα μπει  σερβιτόρος και θια ναι τα μάτια μας στην νύχτα  και συ Παύλο με τον Μπάμπη θα αναλάβετε να το   παραλάβετε και να το σπρώξετε
-Που θα το κρύψουμε; Ρώτησε ο Μπάμπης
-Αυτό , απάντησε ο Καστανάς, αφήστε το πάνω μου. Έχω ένα μέρος  εδώ  να το καβατζώσω που δεν θα το υποψιαστεί κανείς
-Με την  αδερφή μας τι θα  γίνει;  Ρώτησε ο Μπάμπης κοφτά
-Στείλανε κάτι μπαρμπάδες της γυναίκας  μου  στην Φλώρινα σε ένα χωριό. Θα την στείλω εκεί με τον μικρό με την δικαιολογία πως ο καθαρός  αέρας στο χωριό θα  τους κάνει να νιώσουν καλύτερα . Μετά από ένα διάστημα θα την χωρίσω
-Πόσο διάστημα; Ρώτησε ο Μπάμπης  πάλι κοφτά
Ο Καστανάς έκανε  ένα βήμα και στάθηκε  ακριβώς μπροστά του πιάνοντας το γκλομπ του και κοιτώντας τον  αγριεμένα
-Μετά από ένα διάστημα, του πε και έκανε μεταβολή και  έφυγε


Η Φούκι  στεκόταν ξαπλωμένη μπρούμυτα  πάνω στην στέγη του  θαλάμου. Δεν ανέπνεε  καν . Κατάφερε να ακούσει όλη την κουβέντα.
Μετά με  ελαφρές κινήσεις  πηδώντας από στέγη σε στέγη  βρέθηκε στον θάλαμο του Μιχάλη
Ο πόντιος την περίμενε  καθιστός στο πάτωμα  πίνοντας καφέ

όταν μπήκε  μέσα την κοίταξε
-Τι έμαθες;
-Όχι καλά πράματα
-Σ ακούω . Τι σχεδιάζουν;
-επειδή το χω ξαναδεί να συμβαίνει  πρέπει να με πιστέψεις. Σκοπεύουν να φέρουν την κόλαση  στην πόλη και στην γειτονιά σου
-Σχεδιάζουν να κάνουν κάτι  στην  γειτονιά;
-Για την ώρα όχι αλλά  αν ξεκινήσουν να πουλάν π΄ρεζα σύντομα θα πουλήσουν και στην γειτονιά σου
-Τι είναι πρέζα;
-Ο θάνατος ο ίδιος. Πίστεψε με. Αυτό πρέπει να το σταματήσουμε  πριν αποκτήσουν  πολύ δύναμη , γιατί αν τους αφήσουμε θα αποκτήσουν  τόση  δύναμη όση  δεν φαντάζεσαι
  Ο  Μιχάλης τράβηξε  από ένα μαξιλάρι το ένα απ τα δυο  πιστόλια που πήραν απ την συμπλοκή στο λιμάνι και την το έδωσε
-Εσύ; Τον ρώτησε η Φούκι
-Έχω το δικό μου, της είπε και έγειρε  το σακάκι του στο πλάι εμφανίζοντας  κατ αυτόν τον τρόπο το πιστόλι του  που ταν  δεμένο στην ζώνη  του

κεφαλαιο 3
Όλος  καταυλισμός προχωρούσε προς τα μνήματα σκυφτός. Σκυθρωπός.
Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να πάρουντ απόδια τους απ την πείνα.
Οι  γριές  πίσω απ το φέρετρο μοιρολογούσαν στα ποντιακά
Οι γέροι  από πίσω  με  δακρυσμένα μάτια περπατούσαν βουβοί
Πιο πίσω οι νεότεροι και τελευταία στην ουρά τα μικρά παιδιά
Μπροστά κρατούσαν το φέρετρο στους ώμους  τους ο Μιχάλης, ο Δήμος, ο Ισαάκ και ο  Παύλος
12 ώρες νωρίτερα για να ζεσταθούν μέσα στον θάλαμο  μια οικογένεια  άναψε  αυτοσχέδια  φωτιά , όπως κάναν  όλοι σχεδόν  άλλωστε.
Αποκοιμήθηκαν και η φωτιά εξαπλώθηκε  στο εσωτερικό του χώρου
Ξυπνήσαν όλοι στον καταυλισμό και τρέχαν να ρίξουν νερό  να  σβήσουν την φωτιά
Ο Μιχάλης  με τον Ισαάκ και τον Δήμο αλλά και ο Παύλος με τα αδέρφια του ορμήσαν μέσα στις φλόγες και βγάζαν  τους ανθρώπους έξω λιπόθυμους απ τις αναθυμιάσεις.
Μια μάνα, έναν  πατέρα, έναν παππού και δυο  κοριτσάκια
Κάποια στιγμή η μάνα συνήλθε. Κοίταξε τριγύρω της και αναφώνησε το όνομα του μικρού της γιού. Παγώσαν όλοι. Το παιδί ήταν ακόμη μέσα. Μέσα στις φλόγες και τον πανικό κανείς  δεν τον είδε.
  Ο θάλαμος εν τω μεταξύ  είχε λαμπαδιάσει. Ήταν αδύνατον να ορμήσει κανείς ξανά   μέσα. Η Φούκι κοίταξε τον Μιχάλη. Τα μάτια του  βγάζαν φλόγες. Κατάλαβε πως θα   ξανάμπαινε να  ψάξει για το παιδάκι. Άρπαξε μια κουβέρτα και την  βούτηξε μέσα σε μια γούρνα με νερό. Μετά έτρεξε και την τύλιξε  γύρω απ το  σώμα του Μιχάλη.
Αυτός έτρεξε  ως την είσοδο  του θαλάμου όμως πριν μπει αυτός κατέρρευσε.
                                                                 

Τώρα ο κεμετζές  και οι ζουρνάδες  έπαιζαν  πάνω σε  έναν πένθιμο σκοπό που έδινε  το νταούλι.  Η γειτονιά έστελνε το τελευταίο  «αντίο» σε ένα  ακόμη  θύμα   της φωτιάς που οι ανθρώποι  ανάβαν τις πιο κρύες μέρες  του  χειμώνα μέσα στους θαλάμους


Η πυροσβεστική κατέφτασε   αφού οι κάτοικοι σβήσαν την φωτιά. Δυο αμαξίδια  με  8  πυροσβέστες. Ο επικεφαλής τους άρχισε να   φωνάζει  βρίζοντας  τους όλους
-Βρωμοπρόσφυγες. Σας έχουμε  δώσει οδηγίες να μην ανάβετε  μαγγάλια μέσα στους θαλάμους αλλά  είστε όσο  τουρκόσμποροι και ζώα που  πιστεύεται πως θα την γλιτώσετε;
Μια γυναίκα η  αδερφή της γυναίκας  που κάηκε το παιδί της  όρμησε πάνω  του βρίζοντας τον
-Δεν  μας λυπάστε;  Επίτηδες  αργήσατε. Αν καιγόταν το σπίτι κανενός πλούσιου   θα  το χατε σβήσει ήδη
-Να λες και ευχαριστώ πουτάνα που κουβαληθήκαμε μέσα στην νύχτα με τέτοιο ψοφόκρυο
  Η γυναίκα άρπαξε ένα   χοντρό κοτσάνι  από  κάτω και όρμηξε να τον χτυπήσει στο κεφάλι. Ο Καστανάς επενέβη και με το γκλόμπ του  την χτύπησε στην μέση . Ο  άντρας της γυναίκας  πήγε να αρπάξει τα χέρια του Καστανά όμως τότε  εισήλθε  στον καταυλισμό μεγάλη  δύναμη αστυνομικών και κυκλώσαν  τους  συγκεντρωμένους. Ο αστυνόμος  έριξε  δυο φορές με το πιστόλι του στον αέρα
-Τελείωσε. Διαλυθείτε, τους φώναξε και ξανάριξε πάνω απ το άλογο του άλλη μια στον αέρα,  μαζέψτε τους νεκρούς σας και  διαλυθείτε.



  Το βλέμμα του Μιχάλη καρφώθηκε πάνω στον  Καστανά   ενώ η Παρέσα , η Φούκι και η  Συμέλα  σηκώναν την  γυναίκα που δέχτηκε τις γκλομπιές του. Την μετέφεραν στον  θάλαμο της Συμέλας και την ξαπλώσαν  στα σκεπάσματα να ηρεμήσει.
    Η  Φούκι τις άφησε και βγήκε έξω. Κατευθύνθηκε  προς   την περίμετρο  του καταυλισμού. Κατέβηκε  σε ένα  χαντάκι  και άρχισε να μαζεύει   χόρτα.
   Επέστρεψε μετά στο θάλαμο και ζήτησε  ένα καζάνι να βράσει λίγο νερό. Η  Συμέλα την βοήθησε. Βούτηξε  τα χόρτα  που μάζεψε μέσα στο νερό.
-Ξες τι κάνεις; Την ρώτησε η  Συμέλα
-Έχετε  παυσίπονα εδώ;
 Η Συμέλα  γέλασε πικρόχολα και η Φούκι συνέχισε
-Θα αλείψουμε το ζουμί   στην μέση της,  στο σημείο που δέχτηκε το χτύπημα. Θα την ανακουφίσει

Ενώ το πλήθος διαλυόταν ο Καστανάς  τοποθέτησε το γκλομπ την ζώνη του και πλησίασε τον  Μιχάλη που συνέχιζε να τον αγριοκοιτάει
-Συμβαίνει κάτι ; τον ρώτησε
Ο Μιχάλης κοίταξε με την άκρη του ματιού του  τους μπάτσους που παρέμεναν στον καταυλισμό
Μετά  χαμογέλασε ειρωνικά και ψιθύρισε στον Καστανά

​-Θα  τα πούμε…εν καιρώ…
-Πρόσεξε  γιατί  σε παρακολουθώ και δεν έχεις πάρει καθόλου καλό  δρόμο
-Τουλάχιστον δεν  κατάντησα καρακόλ  για  μερικές δραχμές και ένα πιάτο φακές…, είπε και έφτυσε  κάτω πριν γυρίσει και φύγει


Τώρα το φέρετρο έφτανε στον λόφο που βρισκόταν τα  μνήματα. Ακόμη και δυο  σκυλιά  που ακολουθούσαν την πομπή άρχισαν να γρυλίζουν και να κλαίνε


Ο Μιχάλης  δεν έκατσε να  δει την ταφή. Βγήκε  απ  τα μνήματα και άναψε τσιγάρο
Ο Παύλος βγήκε και αυτός  έξω. Έκατσε δίπλα του και άναψε επίσης τσιγάρο
-Ντο ίνετε; Τον ρώτησε
-Κλαιν  ακομ και τα  ρασσα   οσήμερον
-Αυτή είναι η μοίρα μας.  Ας προσπαθήσει ο καθένας να  βγει απ αυτόν τον βόθρο που μας παραχώσαν. Και όσοι ζήσουν έζησαν…, είπε και κίνησε να ξαναμπέι  στα μνήματα
-Και θα αποθάν; Τον ρώτησε ο Μιχάλης
-Όσοι πεθάνουν…πεθάναν , οι ζωντανοί με τους  ζωντανούς και οι νεκροί με τους νεκρούς Μιχάλη, είπε και μετά πέταξε το τσιγάρο του πριν κινήσει ξανά  για μέσα.

Ο  Μιχάλης κατέβηκε τον λόφο αλλά δεν κίνησε για τον  καταυλισμό αλλά  ένα χιλιόμετρα ανατολικά αυτού, προς το ποτάμι όπου καταυλίζονταν  οι  γύφτοι.
Προχώρησε και  έκατσε στις όχθες του ποταμού. Κοιτούσε τα νερά του ποταμού να κυλάνε.
Τον πλησίασε από πίσω και  στάθηκε μπροστά του ένας μικρότερος  του  γύφτος απ τον καταυλισμό
-Είσαι  πρόσφυγας; Τον ρώτησε
Ο ΜΙχαλής κούνησε το κεφάλι του, άναψε τσιγάρο και μετά συνέχισε να κοιτάει το ποτάμι
Το γυφτάκι έκατσε  δίπλα του
-Εγώ είμαι ο Τανάσης
-Συμπάθα με Τανάση αλλά μόλις θάψαμε έναν δικό μας και θέλω να μείνω  λίγο μόνος μου
Ήταν σαν να μην το είπε  ο καν . Ο Τανάσης; Συνέχισε να κάθετε   δίπλα του
-Πως ήταν στα  μέρη από όπου ήρθατε. Εδώ είναι καλύτερα ή εκεί. Ήταν πιο ωραίο μέρος;  Είχε πιο ωραία σπίτια; Πες  μου. Θέλω να γυρίσω όλο τον κόσμο αλλά μάλλον  δεν θα γίνει ποτέ. Τουλάχιστον  πες μου. Εδώ είναι πιο καλά;  Εκεί πως ήταν.
  Ο Μιχάλης τον κοίταξε πριν ξαναστρέψει το βλέμμα του προς το ποτάμι και πάρει μια ακόμη τζούρα απ το τσιγάρο του
  Ο μικρός  συνέχισε να μιλάει
-Σου λείπει πολύ εκείνο το μέρος;  Λες αν φύγω και γω από εδώ  θα μου λείψει τελικά;
-Η ζωή εκεί που λείπει. Τα μέρη όλα  είναι γεμάτα ζωή. Το θέμα είναι τι ζωή  υπάρχει στο κάθε μέρος ή τι ζωή  επιλέγεις εσύ να ζήσεις
-Εγώ θα θέλα να γίνω  ο  γραματιζούμεος που  σπουδάζει  για  τα μέρη του κόσμου. Μ αφήνουν όμως να σπουδάσω; Όχι. Άρα τι  μου λες για επιλογές; Οι δυνατοί   είναι που σου λεν τι θα γίνεις και τι  δεν θα γίνεις. Εσένα όμως σου λείπει  το μέρος εκείνο;
-Όταν επιτέθηκαν στο χωριό μας φύγαμε  άρον – άρον. Ο πατέρας μου άρπαξε το όπλο  του και  μαζί με άλλους τους κρατούσε σε απόσταση ώστε να πορέσει το χωριό να  διαφύγει προς την θάλασσα.
Καταλαβαίνεις;
Ο μικρός  κού6νησε  το κεφάλι του
-Κάποιο βόλι ενός τσέτη τον βρήκε στο στήθος. Εγώ ήμουν λίγο πιο πίσω. Κρατούσα  απ τα γκέμια το άλογο του.
Οι  τσέτες  παίρναν κεφάλι και πλησιάζαν
Καθώς έπεφτε στα γόνατα σπατάλησε τις τελευταίες του αναπνοές στο να  ρίξει στους τσέτες και στο να μου φωνάξει ένα πράμα.
Θεώρησε πως δεν θα γλίτωνα.
Μου φώναξε  λοιπόν να σκοτώσω το άλογο. Να μηνπέσει στα χέρια τους.  Να μην τους το κάνουμε  δώρο.
-Και τι έκανες;
-Πατέρας μου ήταν. Μπορείς εσύ να πας κόντρα στον πατέρα σου;
-Δεν έχω πρόσφυγα πατέρα.
-Δεν κάνει να  πάμε κόντρα στους γονείς μας. Μάνα  έχεις;
-Έχω αλλά όλο με βαράει.
-Γιατί σε βαράει;
-Γιατί  δεν την ακούω.
Γελάσανε
-Να την προσέχεις όμως μικρέ την μάνα σου και ας σε βαράει. Να ξες πως  σ αγαπάει όσο κανείς στον κόσμο
-Και τι έγινε με το άλογο πες μου
-Είδα τους τσέτες να πλησιάζουν. Ο πατέρας μου  ξεψύχησε. Έβγαλα το μαχαίρι και έκοψα τον λαιμό του αλόγου
Εκείνη την στιγμή  ήταν σαν σκότωνα τον εαυτό μου. Εκείνη την μέρα πέθανε κάτι  μέσα μου. Η ψυχή μου πλημύρισε από μίσος και αγάπη. Καταλαβαίνεις;
Δεν ξέρω πως βρήκα  δύναμη και έτρεξα , ξέφυγα, έζησα. Όλοι  οι τσέτες με  πυροβολούσαν από πίσω.
Μου λείπει το άλογο μας. Αυτό μόνο μου λείπει από κει
-Δεν ξανακαβάλησες άλογο από τότε πρόσφυγα;
  Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του.
Ο μικρός σηκώθηκε και έφυγε
Ο Μιχάλης κοίταξε ξανά το ποτάμι.
Ο Τανάσης εμφανίστηκε  κρατώντας απ τα γκέμια ένα  άλογο.
Του χαμογέλασε
-Είναι το δικό μας. Κάνε μια βόλτα αλλά αν μου το κλέψεις πρόσφυγα θα σε  βρω και θα σε σκοτώσω.
  Ο Μιχάλης  σηκώθηκε και το  πλησίασε. Άρχισε να του χαϊδεύει την χαίτη.
-Αν στο κλέψω  να  ρθεις και να με σκοτώσεις, είπε στον μικρό και ανέβηκε στο άλογο.
Του δώσε μια με τα πόδια  του και αρχισε να τρέχει  στα  πατατοχώραφα  δίπλα απ το ποτάμι
  Έκλεισε  τα μάτια και  έτρεχε με το άλογο .
Όταν  επέστρεψε στο ποτάμι  είδε  5 άντρες και μια γυναίκα μαζί με τον Τανάση
-Το φέρε πίσω;  Αναφώνησε απορημένος  ο ένας
Ο Μιχάλης κατέβηκε απ το άλογο και τους πλησίασε. Έδωσε τα γκέμια στον μικρό΄και του πε
-Ευχαριστώ
-Ποιος είσαι πρόσφυγα;  Τι νταλαβέρια  έχεις με τον γιο μου;  Ρώτησε αγριεμένη η μάνα του
-Μάνα  θάψανε ένα παιδάκι σήμερα και ήρθε στο ποτάμι να ηρεμήσει. Εδώ τονβ ρήκα και του πιασα  κουβέντα
Η γυναίκα έριξε μια καρπαζιά  στον Τανάση.
-Εσύ σκάσε όταν μιλάνε οι μεγάλοι
-Όπως τα πε  ο μικρός  είναι τα πράματα, απάντησε ο Μιχάλης,  σε καταλαβαίνω να ανησυχείς  για τον γιο σου. Η μάνα μου αν ήταν στην θέση σου θα με σκότωνε πρώτα  και μετά θα  με ρωτούσε.
-Και γω θα σε σκοτώσω μόλις τελειώσουμε το μυοαμπέτι  εδώ
-Και καλά θα κάνεις
-Τι λες πρόσφυγα;  Πετάχτηκε ο μικρός  με αποτέλεσμα να δεχτεί και δεύτερη καρπαζιά απ την μάνα του
-Σου πα εσύ να μην μιλάς  όταν μιλάνε οι μεγάλοι
Ο Μιχάλης έπεσε στα γόνατα   και σήκωσε τα χέρια ψηλά
Κοίταξε τον  πιο άγριο απ τους  πέντε άντρες  και μετά το μαχαίρι του στην ζώνη
-Κανέ  καλή  δουλειά μ αυτό  αρκαντάς . στην τσέπη μου έχω κάτι  λεφτά. Όταν  κάνετε την δουλειά σας πάρτε τα  για την βόλτα  με το άλογο, όμως…, είπε και κοίταξε  την  γυναίκα,  θα σε  παρακαλέσω  μια χάρη. Μην τον  βαράς τόσο συχνά τον  Τανάση.
Έχεις  αναθρέψει καλό γιο
Αμαρτία  είναι να στραβώσει ο  σβέρκος του απ το ξύλο
Η γυναίκα  τον πλησίασε και του πιασε τα χέρια απ τον καρπό και τα κατέβασε
-Εσείς και μεις ποτέ δεν θα έρθουμε  κοντά, του πε, όσοι δικοί σας πλησιάζουν δικούς μας είναι για κακό. Κανείς δεν  θα σκοτωθεί σήμερα πρόσφυγα. Φύγε και ζήσε
Για να σκέφτεσαι ένα μικρό παιδί  , είσαι καλός άνθρωπος, αλλά δεν κάνει εσείς και μείς  να ρχομαστε κοντά, του πε και κάναν μεταβολή μαζί με τον Τανάση και τους  5 άντρες
  Καθώς φεύγανε ο Μιχάλης σηκώθηκε όρθιος και φώναξε
-Ποιος απ τους Πόντιους δεν σας φέρθηκε καλά;
Η γυναίκα κοντοστάθηκε και γύρισε και τον κοίταξε
-Πρόσφυγας ακόμη δεν μας πείραξε. Όμως  είστε ίδιοι με τους άλλους , του πε και χάθηκαν μέσα στις φυλλωσιές






Κεφάλαιο 4
​Ο Δημητριάδης απ το πρωί έτρεχε πάνω κάτω μέσα στον καταυλισμό
Διέταζε  τα μέλη του  συλλόγου.
«Από κει το τραπέζι», «απ την άλλη τα κηροπήγια» , «παπά καλά είναι εκεί; Θα μπορέσεις να κένςι  λειτουργία;» , «όχι εκεί το τραπέζι, λάθος πιο  εδώ ,…λίγο πιο δεξιά»

   Από στιγμή σε στιγμή περίμεναν  την άφιξη του καθηγητή Λεωνίδα και ο Δημητριάδης  ως πρόεδρος του συλλόγου  είχε καταφέρει να θέσει σε συναγερμό όλον τον καταυλισμό, νιώθοντας μέσα στην μίζερη  φτώχεια  του  πως επιτελούσε κάποιο σπουδαίο έργο.
   Ο Καθηγητής έχαιρε  μεγάλης  εκτιμήσεως μέσα στο προσφυγικό στοιχείο απ τα χρόνια ακόμη που όλοι ζούσαν  στον Πόντο. Ακέραιος και τίμιος άνθρωπος  αγωνίστηκε  για τα  «εθνικά δίκαια»  και προδόθηκε ουκ ολίγες  φορές  απ την μητέρα πατρίδα . Εν τούτοις  και  τώρα συνέχιζε με τις  δυνάμεις της μητέρας πατρίδας – μέσα απ το κόμμα του Βενιζέλου- να εργαστεί για την αποκατάσταση των προσφύγων
   Οι απλοί άνθρωποι  είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους  σε αυτόν τον δίκαιο και τίμιο  άνδρα. Όλοι εκτός απ τον  Μιχάλη και της «συμμορία» του που καθόταν σε μια γωνιά και καπνίζαν κοιτώντας  τους υπόλοιπους να τρέχουν πάνω κάτω, ακόμη και την συμμορία του Παύλου
   Ο Δημητριάδης είχε  πάθει παράκρουση  σε βαθμό να θυμίζει  τον Ναπολέων. Δεν δίσταζε να διατάζει ακόμη και τον μπάτσο του  καταυλισμού , τον Καστανά
-Εσείς θα κάθεστε  και θα  κοιτάτε; Φώναξε κάποια στιγμή στην παρέα του Μιχάλη  για να εισπράξει ένα ξερό «ναι»
 «Αβάρηδες» …,μουρμούρισε και έτρεξε προς την άλλη μεριά διατάζωντας κάποιους να κάνουν κάτι
-Τι είναι Αβάρηδες;  Ρώτησε  η Φούκι
-Ξες ελληνικά και ποντιακά και δεν ξες το Αβαράς; Ρώτησε η Συμέλα
Η Φούκι χαμογέλασε
-Ε δεν γίνεται να   τα ξέρω και όλα Συμέλα μου
Η  πόντια της έπιασε το χέρι και ένωσε το κεφάλι με το δικό της και της είπε
-Αβαρά λέμε αυτόν που ναι τεμπέλης, άνεργος, ακαμάτης, ανεπρόκοπος
-Μ αρέσει σαν όνομα
-Δεν είναι όνομα αλλά  χαρακτηρισμός, πετάχτηκε ο  Δήμος
-Κάθε συμμορία  όμως χρειάζεται ένα  όνομα,απάντησε η  Φούκι, εμείς θα μάστε  οι Αβαράς
​-Αβαράδες, την διόρθωσε ο Μιχάλης, πληθυντικός είναι Αβαράδες, ενικός Αβαράς
  Ο Ισαάκ παρενέβη
-Τι ονόματα και μαλακίες λέτε καλά καλά δεν έχουμε  ακόμη συμμορία
-Ισαάκ μου τελείωσε. Θα λεγόμαστε Αβαράς, επέμενε η Φούκι, μην ξεχνάς  έρχομαι απ το μέλλον ξέρω κάποια πραματάκια παραπάνω
-Ναι, ψέλλισε ειρωνικά ο Ισαάκ, είναι και αυτό. Έρχεσαι απ το μέλλον
-Μην με κοροϊδεύεται. Μπορώ νας ας το αποδείξω , γιατί νομίζεται πως είμαι τρελή
-Φούκι μου, είπε ο Μιχάλης, σε εκτιμώ πάρα πολύ γιατί  πριν λίγες μέρες μου έσωσες την ζωή αλλά   κοπέλα μου δεν γίνεται να έρχεσαι απ το μέλλον
-Τι μήνα έχουμε ;  ρώτησε
-Τι σχέση έχει αυτό ; ρώτησε η  Παρέσα
-Έχει Παρέσα . Πείτε μου τον μήνα να σας πω τι θα συμβεί
-Οκτώβριο, απάντησε ο Δήμος
-Πόσο του μηνός;
-17, απάντησε ο Μιχάλης
-17 Οκτώβρη. Κάτσε να θυμηθώ.
Η Συμέλα  όσο σκεφτόταν η Φούκι πήρε τον λόγο
-Και γω ως μέλος του κομουνιστικού  κόμματος  Φούκι  είμαι  φεμινίστρια , πιστεύω στη χειραφέτηση της γυναίκας αλλά το ταξίδι στο μέλλον…
   Η Φούκι τινάχτηκε όρθια και με το χέρι της έδειξε την  Συμέλα και έτρεξε την  φίλησε φωνάζοντας
-Αυτό είναι, αυτό,  η γυναικεία  χειραφέτηση. Θα  χουμε μια απόδειξη. Αυτό είναι το καταλαβαίνεις Συμέλα;μετά κοίταξε την  Συμέλα και φώναξε το όνομα  της  ενώ με την παλάμη της έφερνε  το κεφάλι της κοντά της και το ένωνε  με το δικό της και της Παρέσας, σε 7 μέρες στις  22
-Σ ε πέντε μέρες  είναι  η  22 του μηνός, την διόρθωσε η Συμέλα
-Whatever  yolo  what the fuck , έτσι και αλλιώς στα μαθηματικά δεν ήμουν ποτέ καλή. Στις 22 θα  γίνει  κάτι που θα αποδείξει πως οι γυναίκες μπορούν να κάνουν  ακριβώς ότι και οι άντρες
  Ο Μιχάλης άναψε  τσιγάρο και ρώτησε  αδιάφορα
-Και σαν τι ακριβώς  θα γίνει;
Picture
  Η Φούκι άφησε τις δυο φίλες  της και  περπάτησε προς τα πίσω για να βλέπει όλη την παρέα
 -Τα αεροπλάνα τα  ξέρετε. Σωστά;
Όλοι κούνησαν το κεφάλι τους και συνέχισε
-Στις  22 Οκτώβρη  η Αμέλια Ερχαρτ θα πετάξει με αεροπλάνο. Και  το 1928 θα επιχειρήσει να περάσει τον Ατλαντικό και απ τις  ηπα να   πετάξει στην Αγγλία και θα τα καταφέρει.
-Μας λες πως θα ναι η πρώτη γυναίκα πιλότος; Ρώτησε ο  Ισαάκ
-Η πρώτη όχι , έχει γυναίκα  δασκάλα  εξάλλου. Έχουν πετάξει και άλλες. Αυτή θα πετάξει σε λίγες  μέρες για πρώτη φορά όμως  αυτό θα την κάνει το 28 να  επιχειρήσει να περάσει τον Ατλαντικό
-Καλά,  είπε ο Μιχάλης και σηκώθηκε και περπάτησε
Η Παρέσα με την Συμέλα την πλησίασαν
-Δεν με πιστεύεται;  Τις ρώτησε
-Θα πρέπει να περιμένουμε  6 χρόνια, απάντησε η Συμέλα
-Μα  θα πετάξει σε 5 μέρες  δεν θα το γράψουν  στο ίντερν…
-Σε ποιο;            
-Στις εφημερίδες;
Η Παρέσα κοίταξε τριγύρω της πριν την ρωτήσει
-Βλέπεις να πουλάνε εφημερίδες  στον καταυλισμό; Και να γίνεια υτό που λες  τα νέα θα φτάσουν τουλάχιστον 10 μέρες μετά  στις ελληνικες εφημερίδες
  Η Φούκι ξεφύσησε  απογοητευμένη
Ο Μιχάλης με τον  Δήμο και τον Ισαάκ στήθηκαν σε μια γωνιά και βλέπαν τον Πάύλο με τα αδέρφια του  να  τρέχουν πάνω κάτω βοηθώντας στις ετοιμασίες για την υποδοχή  του   καθηγητή

-Το παίζουν καλοί, μουρμούρισε  ο Δήμος
-Λες να χουν πάρει το πράμα; Ρώτησε ο Ισαάκ
-Ο άνθρωπος μου στο λιμάνι  μου πε αύριο θα γίνει η δουλειά, απάντησε ο  Μιχάλης
-Εμείς  τι θα κάνουμε; Ρώτησε ο Δήμος
-Πρέπει να τους την  χαλάσουμε, συμπλήρωσε ο Ισαάκ
-Ξέρω το μέρος και την ώρα. Ο Παύλος θα συναντήσει τον  άνθρωπο του από Τουρκία που θα φέρει τα ναρκωτικά
Τα δυο αδέρφια του θα τα φορτώσουν στο κάρο ενώ ο Καστανάς θα φυλάει τσίλιες. Αν εμφανιστεί κάνας μπάτσος θα δηλώσει την ιδιότητα του και θα φύγουν
Εμείς έχουμε  δυο πιστόλια , αυτοί έχουν ένα , του Καστανά
Μπορούμε να τους χτυπήσουμε στο σημείο συναλλαγής, αλλά ο Τούρκος ίσως έχει και αυτός πιστόλι, οπότε  θα φάμε πρώτα αυτόν και μετά τα  τρία αδέλφια. Το πρόβλημα είναι φεύγοντας. Στην είσοδο θα ναι ο Καστανάς και θα χει και αυτός πιστόλι.
-Θα τον φάμε και αυτόν, είπε ο Δήμος
-Φοβάμαι όμως μην προλάβει και ρίξει και φάει έναν δικό μας
   -Ο Καστανάς θα φύγει πρώτος, είπε η Φούκι που τους πλησίασε και μπήκε ανάμεσα τους, και  δεν θα φύγει  με πιστόλι αλλά με σπαθί
-Σπαθί;
    Λίγη ώρα  αργότερα στον θάλαμο του Μιχάλη η Φούκι άνοιγε την βαλίτσα  της. Ανάμεσα στα πολλά ρούχα που είχε  έβγαλε και ένα  σπαθί από  το εσωτερικό της
-Πως σας φαίνεται;  Ρώτησε και χαμογέλασε
-Δεν γίνεται να σου εμπιστευτούμε  να  τον βγάλεις εσύ απ την μέση, ίσως είναι επικίνδυνο για σένα , είπε ο Δήμος, μπορεί να σαι τρελή και να πιστεύεις πως  ήρθες απ το μέλλον όμως δεν  γίνεται να συναινέσω σε κάτι που θα θέσει σε κίνδυνο την ζωή σου
  Η Φούκι κοίταξε τον  Μιχάλη
-Εσύ  ξέρεις. Είδες τι μπορώ να κάνω. Πες τους
-Φούκιι…, μπορεί απλά εκείνο το βράδυ να στάθηκες τυχερή και…
Η  Γιαπωνέζα  σηκώθηκε  και έκανε μια μικρή επίδειξη στις ικανότητες της με το σπαθί. Όταν τέλειωσε  είδε τους 3 πόντιους να στέκονται με ανοικτό το στόμα
-Λοιπόν;  Ρώτησε χαμογελώντας
Οι άντρες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και το βλέμμα όλων μαρτυρούσε πως μπορούσαν να εμπιστευτούν την Φούκι


​Λίγες στιγμές μετά ακούστηκε μια οχλοβοή απ έξω και   θόρυβος από μηχανές  αυτοκινήτου. Σηκώθηκαν και βγήκαν έξω να δουν τι  συνέβαινε
 Ο καθηγητής Λεωνίδας μόλις είχε καταφτάσει και όλη η προσφυγογειτονιά έτρεχε  για να υποδεχτεί ρέποντας  με λουλούδια το αμάξι του
-Τον ξεχάσαμε αυτόν , μονολόγησε ο Ισαάκ
-Πάμε να δούμε τι έχει να μας πει και αυτός, είπε ο Μιχάλης
Κίνησαν  προς το μέρος  της υποδοχής   και μαζί τους έκανε να βγει και η Φούκι
-Εσύ καλύτερα να μείνεις μέσα, της είπε ο Οδυσσέας, είναι επίσημος και χει μαζί του και άλλους επίσημους και αν δει μια γιαπωνέζα θα αρχίσει τις ερωτήσεις
-Ναι αρχηγέ, είπε η Φούκι κάνοντας μια  ελαφριά  υπόκλιση με το κεφάλι της όπως συνηθίζεται στον τόπο της (μάλλον ειρωνευόμενη  τον  Μιχάλη)
  Ο Μιχάλης έκανε να  φύγει αλλά  ξαναγύρισε προς το μέρος της και της είπε
-Και δεν έχουμε αρχηγούς. Πόσες  φορές  πρέπει να το πω;



 Κεφάλαιο 5


-Είναι  πάντα  μεγάλη η χαρά μου να βρίσκομαι ανάμεσα σε ανθρώπους  απ την  ιδιαίτερη πατρίδα μας , τον Πόντο . Ας μην με παρεξηγούν οι συμπατριώτες  μας απ την Μικρά Ασία  , ΤΗΝ Κων/πόλη και τον Καύκασο, η χαρά μου που βρίσκομαι  και μαζί σας δεν μετριάζεται απ την συγκίνηση που νιώθω  βλέποντας τους  πατριώτες μου  απ  τα  μέρη όπου  γεννήθηκα
  Ζούμε …ζείτε  δύσκολες  εποχές αγαπητοί μου  φίλοι. Δεν χρησιμοποιώ  πρώτο πληθυντικό μπορούσα να το κάνω  όμως αυτό θα ταν  ψευδόμουν. Η μοίρα  στάθηκε λίγο καλύτερη μαζί μου απ ότι με  αρκετούς από εσάς….σπουδές στην Γαλλία…έλλειπα απ την πατρίδα  …τις  πατρίδες μας  όταν ξέσπασε το κακό…εδώ με δέχτηκαν  ως  ομότιμο τους  οι  έχοντες  τα  γένια και  κτένια …σας είπα  το τελευταίο πράμα που θέλω είναι να  σας κρυφτώ
    Η  αλήθεια είναι όμως πως απ την εποχή που βρισκόμουν στην Γαλλία δεν ολιγώρησα στιγμή και πάντα απεργαζόμουν στην κατεύθυνση να πείσω  τις επονομαζόμενες  μεγάλες  δυνάμεις  για τα δίκαια του λαού μας στην  Τουρκία
    Και  ερχόμενος μετά την καταστροφή στην Ελλάδα  δεν έπαψα  στιγμή να  οχλώ τας κυβερνήσεις  με σκοπό την αποκατάσταση  σας. Η συνθήκη της Λωζάνης προβλέπει την ανταλλαγή πληθυσμών αλλά και  την υποχρέωση των χωρών που θα  δεχτούν τους ομοεθνείς τους  να  παραχωρήσουν γη. Ακόμη  δεν έχει γίνει τίποτα πλην κάποιων  περιπτώσεων στην ύπαιθρο , στα χωριά του Κιλκίς και της Φλώρινας
    Ο  Ελευθέριος Βενιζέλος είναι προσωπικός μου φίλος. Τον γνωρίζω  χρόνια. Ο λόγος που με έπεισε να κατέλθω στην πολιτική αρένα και να διεκδικήσω  την ψήφο  σας έχει να κάνει με  την  αποκατάσταση των ανθρώπων μας. Θέλω να ελπίζω πως η είσοδος μου  εις το κοινοβούλιον των ελλήνων  θα βοηθήσει προς αυτήν  την κατεύθυνση
  Αν πιστεύεται πως μπορούμε να καταφέρουμε  κάτι με την είσοδο  δικών μας ανθρώπων  στο κοινοβούλιο  τότε θα σας καλούσα   να μου χαρίσετε την  ψήφο σας. Προσέξτε  φίλοι μου. Δεν είστε υποχρεωμένοι και δεν θα σας κακιώσω  αν δεν το κάνετε. Αυτά που μας συνδέουν είναι πολύ περισσότερα από μια ψήφο και ένα βουλευτικό αξίωμα, είπε και δάκρυσε
   Ο κόσμος  από κάτω ξέσπασε σε χειροκροτήματα.
Ένας   ψηλός και γεροδεμένος άντρας φώναξε
-Ξάι κι θα αφήνασε να  φτας δουλείαν , αούτοι εν άμον  τα  κοπούκια
   Ο Καστανάς που  στεκόταν στην ίδια  σειρά με αυτόν  άρχισε να βαδίζει προς το μέρος του  βγάζοντας και ζυγιάζοντας καλά το γκλόμπ  του
Ο  ψηλός  άντρας  τον κοίταξε και γέλασε ειρωνικά
-Πρόσεξε τι θα κάνεις  βλάκα, του  πε
-Εσύ έπρεπε να προσέχεις τα λόγια σου. Εγώ εδώ είμαι για να επιβάλλω την τάξη
-Άει να ελέπω  σε σέφτελε
Ο Καστανάς σήκωσε το γκλομπ  του και  πήγε να το κατεβάσει το κεφάλι του νεαρού άντρα ο οποίος μετακινώντας απλά τα πόδια του άλλαξε  θέση  στο  έδαφος . Ο Καστανάς ξαναεπιτέθηκε αλλά ο νεαρός άντρας  ξαναμετακινήθηκε με  ταχύτητα.  Ο κόσμος γύρισε και κοιτούσε το θέαμα. Ο  Καστανάς  συνεχώς βαρούσε  με το γκλομπ  του τον αέρα – σαν να πάλευε με κάποιον αόρατο άνθρωπο- το θέαμα  ήταν τουλάχιστον γελοίο κάνοντας τον κόσμο να  χει  σκάσει  στα γέλια.
    Ακόμη και ο  καθηγητής  Λεωνίδας  απ το πρόχειρο  βάθρο που  του χε στήσει ο Δημητριάδης  γέλασε
  -Ποιος εν αούτος; Ρώτησε ο Μιχάλης
-Άσον Καύκασον, απάντησε ο Δήμος
-Έκανε ρούσικην  πάλην όσο έτον  σην Γεωργίαν, συμπλήρωσε ο Ισαάκ
-Και πως λέγατον;
-Αχιλλέαν
  Εκείνη την ώρα  ο Παύλος με τα   αδέρφια του πλησίαζαν  τον Αχιλλέα  με σκοπό να τον χτυπήσουν πισώπλατα  βοηθώντας με  αυτόν τον τρόπο τον Καστανά που χε καταξεφτιλιστεί
    Ο Μιχάλης έκανε νόημα στους δικούς του
-Δεν θα αφήσουμε  τον  λεβέντη μας μόνο του, έτσι δεν είναι;
-Θέλει και ρώτημα;  Ρώτησε ο Ισαάκ και  έτρεξε  πρώτος  πέφτοντας πάνω  στον  Μπάμπη με δύναμη. Οι δυο τους γίναν ένας σωρός και κουτρουβαλιάστηκαν μέσα στα χώματα.  Αμέσως ο  Δήμος με τον Μιχάλη  πλησίασαν και σταθήκαν    μπροστά στον Παύλο και τον μικρότερο αδερφό του , τον Αρίστο.
  Οι φωνές του Δημητριάδη ήταν αυτές που  τους  απέτρεψαν απ το να  ξεκινήσει η φασαρία
-Δεν ντρέπεστε; Ειλικρινά πείτε μου. Δεν ντρέπεστε;  Φώναξε, αν δεν σέβεστε εμένα, τον σύλλογο μας, τον παπά, είπε και έδειξε τον παπαγιώργη , τουλάχιστον σεβαστείτε τον καλεσμένο μας
  Μετά στράφηκε όλο ντροπή προς τον καθηγητή  Λεωνίδα και ψέλλισε
-Καθηγητά μου συγνώμη. Ντρέπομαι ειλικρινά . Συγχωρέστε τους . Αμόρφωτοι άνθρωποι είναι
-Άνθρωποι όμως και  οι  καυγάδες ακόμη  δείχνουν πως  είναι ζωντανοί  άνθρωποι
-Σταματήστε αμέσως  , ακούσατε;  Φώναξε  ή διέταξε άραγε ο Δημητριάδης ;
-Όσο ο  μπάτσος  επιχειρούσε να χτυπήσει το παιδί, φώναξε ο Οδυσσέας, καθόσουν  στα αυγά σου Δημητριάδη, μόλις  μπήκαμε εμείς στον χορό σε πιάσαν οι ευγένειες και οι  καθωσπρεπισμοί  σου;
  Ο Δημητριάδης πήγε να  απαντήσει αλλά ο καθηγητής  του άρπαξε   τον καρπό και του ψιθύρισε  πάντα με  το χαμόγελο στα χείλη
-Άσε με να το χειριστώ εγώ   φίλε μου, μετά  στράφηκε προς το πλήθος, χορός . ας ακούσουμε λίγο απ τις υπέροχες μουσικές των πατρίδων μας  φίλοι μου.
   Ένας λυράρης μαζί με έναν τραγουδιστή και έναν νταουλτζή  πιάσαν την μουσική και ο κόσμος τον χορό
  Ο Καθηγητής περπάτησε προς το σημείο  της  φασαρίας. Έκανε  χειραψία με όλους τους εμπλεκόμενους
   Ο Αχιλλέας  του  ψέλλισε
-Δεν ήθελα να σας προσβάλλω κύριε καθηγητά, απλά την γνώμη μου   είπα
-Αυτοί είμαστε γιε μου. Ένας λαός ελεύθερος  που πάντα φωνάζαμε αυτό που σκεφτόμασταν. Πάντα να  λες  την γνώμη  σου και να μην φοβάσαι
  Μετά στράφηκε προς τον Μιχάλη. Του έτεινε το χέρι του αλλά ο  Μιχάλης  δεν το έδωσε
-Να με  συγχωρείς, του πε , αλλά  η εμπειρία με  έχει  μάθει να μην εμπιστεύομαι  πολιτικάντηδες και  βουλευτές
   Ο καθηγητής χαμογέλασε και απάντησε
-Δεν θα διαφωνήσω. Και η δική μου εμπειρία  το ίδιο με  έχει διδάξει
  Ο Μιχάλης έκανε να φύγει  αλλά ο  καθηγητής του άρπαξε τον καρπό με  δύναμη
  Ο Μιχάλης  παραξενεύτηκε απ την δύναμη που  είχε αυτός ο ανθρωπάκος
-Πόντιος είμαι  αγόρι μου, πόντιος, μην σε ξεγελάει το φράκο και το ημίψηλο καπέλο με το μπαστουνάκι μου.



Μερικά  λεπτά αργότερα  οι δυο τους μπαίναν στο  θάλαμο που έμενε  ο Μιχάλης. Ο καθηγητής αντίκρισε την  Φούκι  που υποκλίθηκε με τον χαρακτηριστικό τρόπο  του λαού της μπροστά του
   Ο καθηγητής  Λεωνίδας έμεινε με  ανοιχτό το στόμα.
Γέλασε
-Το τελευταίο πράμα που περίμενα να αντικρίσω  ήταν μια  γιαπωνέζα  σε θάλαμο
-Ας πούμε κύριε  καθηγητά πως είναι μια παρεμβολή μέσα  στον χρόνο η παρουσία της, είπε ο  Μιχάλης και άναψε τσιγάρο
  Ο καθηγητής την κοίταξε και της είπε  στα  Κορεατικά
-Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Είμαι  ο καθηγητής  Λεωνίδας, μετά αντί για χειραψία  έκανε μια υπόκλιση
  Η  Φούκι μετά από  καιρό ένιωσε περίεργα που άκουγε ξανά την γλώσσα της
-Μιλάτε κάπως περίεργα την γλώσσα μου κύριε. Εγώ είμαι η Φούκι, απάντησε  τα  ιαπωνικά
-Στην Γαλλία είχα μερικούς συμφοιτητές απ την Κορέα και το  Βιετνάμ…κάναμε  αρκετή παρέα αλλά  ήταν κάπως ….αναρχικοί θα έλεγα   σε σχέση με τα δικά μου πολιτικά πιστεύω, είπε και χαμογέλασαν και οι δύο
-Ειδικά οι Κορεάτες  είναι  αρκετά αναρχικοί
-Τώρα που  το σκέφτομαι είχαμε και  μερικούς Ιάπωνες. Το άνοιγμα του αυτοκράτορα σας στην Δύση, στις ιδέες της ,  η τάση για εκσυγχρονισμό   τους έφερε  στην ίδια σχολή με εμένα . Και αυτοί ήταν κάπως αναρχικοί. Αγάπησαν ιδιαίτερα την αρχαία  ελληνική μυθολογία , Φούκι. Δυστυχώς  δεν είχα την χαρά να μάθω την γλώσσα  σας . Νομίζω τα κορεάτικα μου και τα ιαπωνέζικα σου μας βοηθάν να συνεννοηθούμε
-Αρκετά, απάντησε  η  Φούκι και κοίταξε λίγο πανικόβλητη τον Μιχάλη
«Γιατί μιλάμε   στα  ιαπωνεζοκορεάτικα» ; αναρωτήθηκε  αλλά ο Μιχάλης της έκανε νόημα να συνεχίσει έτσι  και ας μην καταλάβαινε ο ίδιος τι λέγανε
 -Θα  θέλες κορίτσι μου  να μου πεις πως  εσύ βρέθηκες τόσο μακριά απ την πατρίδα  σου και μάλιστα  σε έναν καταυλισμό προσφύγων απ τον Πόντο;
   Η Φούκι θυμήθηκε  τα λόγια της μητέρας του Μιχάλη, της Ραχήλης, που τους διηγούταν  πως  όταν κατέβαινε στο λιμάνι  της  Τραπεζούντας  με  τον  παππού της είχε  συναντήσει ιαπωνικά εμπορικά πλοία
-Ο  μπαμπάς Χίρο, είπε , ήταν καπετάνιος. Σε εμπορικό του αυτοκρατορικού ναυτικού της Ιαπωνίας. Το πλοίο του  είχει πιάσει  στο λιμάνι της Τραπεζούντας κάποια  στιγμή. Εκεί γνώρισε την μαμά  μου και ερωτεύτηκαν
   Ο  καθηγητής  γέλασε.
-Απίστευτο. Έχω ακούσει τόσες  ιστορίες απ την πατρίδα  που τίποτα δεν θα μου φαινόταν παράξενο, αυτό όμως με εκπλήσσει  , είπε και την πλησίασε και της  φίλησε το κεφάλι, να σαι πάντα καλά κοπέλα μου και να προκόβεις
-Ευχαριστώ, πρέπει να βγω να ζεστάνω νερό για  το φαϊ  κύριε καθηγητά. Θα μείνετε να  φάμε;
-Δυστυχώς δεν  θα προλάβω. Θα μιλήσω  λίγο με τον φίλο μας τον Μιχάλη και μετά  θα πρέπει να   φύγω για Αθήνα κατευθείαν
   Η Φούκι βγήκες απ τον θάλαμο και ο  καθηγητής με τον Μιχάλη καθίσαν πάνω σε κάτι μπαούλα
-Προς τι  η τιμή λοιπόν κύριε καθηγητά να  σας φιλοξενήσω στα ενδότερα της οικίας μου; Έτσι δεν λέτε εσείς οι μορφωμένοι;
-Έτσι λέμε. Εσύ όμως  που ξες να μιλάς έτσι;
-ο θείος μου ήταν βουλευτής  στο τουρκικό  κοινοβούλιο. Μετά την επανάσταση των νέο- τουρκων πίστεψε όπως και πολλοί ακόμα στις εξαγγελίες τους  για ισότητα και πρόοδο.
-Και διαψεύστηκε πανηγυρικά , όπως όλοι μας
-Αυτόν τον διέψευσαν οι προσδοκίες  του  πως οι  πολιτικοί στην  Οθωμανική αυτοκρατορία θα φέρναν ένα  καλύτερο μέλλον για τους λαούς, εσύ διαψεύστηκες  πανηγυρικά  ελπίζοντας πως οι Μεγάλες Δυνάμεις θα μας βοηθούσαν .
   Διπλωμάτες, πολιτικοί, έμποροι όπλων , αυτοί μας φέραν σε αυτή την κατάσταση. Τι σε κάνει να  πιστεύεις πως ο Βενιζέλος  θα μας  αποκαταστήσει;
-Τίποτα
Ο Μιχάλης σάστισε
-Ένα καθίκι είναι, είπε ο καθηγητής, φίλος μου καρδιακός μεν αλλά  καθίκι. Πως θα ανέβαινε τόσο ψηλά αν δεν ήταν καθίκι;
-Άρα μου ομολογείς πως και εσύ είσαι ίδιος
-Έχεις πάει ποτέ στο καζίνο;  Είχε καζίνο στην  Σαμψούντα
-Όχι ποτέ
-έχω πάει στο Μόντε Κάρλο εγώ. Θα λεγα πως είμαι περισσότερο  τζογαδόρος παρά καθίκι , πράμα που  δεν αποκλείει ένας τζογαδόρος να είναι και καθίκι
-Θα μας παίξεις στα  ζάρια;
-Στα  ζάρια παίζεις κάτι που χεις να χάσεις. Εσείς πλέον δεν έχετε να χάσετε τίποτα.  Την υπόληψη μου θα τζογάρω. Θα την ποντάρω με σκοπό να κερδίσω την αποκατάσταση των προσφύγων . ξες πόσοι δημοκράτες και  μοναρχικοί μεσαία  κατώτερα και ανώτερα στελέχη σε υπουργεία και υπηρεσίες  εποφθαλμιούν  να  αρπάξουν την γη που περιγράφει η συνθήκη της Λωζάννης πως πρέπει να σας  δοθεί;
   Αυτό το στοίχημα έχω βάλει με τον εαυτό μου. Να μπω στο σύστημα και να τους εμποδίσω
-Εγώ γιατί τα ακούω όλα αυτά;
-Γιατί μου κίνησε απ την αρχή την περιέργεια το βλέμμα  σου. Είσαι  φτωχός, φαντάζομαι δουλεύεις   χαμαλίκια και σε κλέβουν οι  μεγάλοι  εθνικόφρονες και πατριώτες …όπως  όλους τους δικούς μας άλλωστε . όμως  το βλέμμα σου  σε προδίδει. Δείχνει κάτι . δεν ξέρω τι αλλά κάτι
   Ποιος είσαι Μιχάλη;  Τι  σκοπεύεις να κάνεις  στην Θεσσαλονίκη; Αυτό θέλω να μάθω και πιστεύω όπως σου ανοίχτηκα  να με εμπιστευτείς  και να μου πεις
   Ο Μιχάλης γέλασε.
-Νομίζω δεν έχουμε να πούμε τίποτε   άλλο κύριε…καθηγητά
Ο  καθηγητής Λεωνίδας χαμογέλασε. Σηκώθηκε όρθιος . Κούνησε το κεφάλι του   και μονολόγησε
-Νέοι…υπήρξα και  γω  και καταλαβαίνω τις  αντιδράσεις  σας. Θα σου δώσω μια συμβουλή μόνο. Ότι και να κάνεις  στην ζωή. Σπουδαίο και ασήμαντο να το ζυγιάζεις καλά. Να το βλέπεις απ την δική σου οπτική και μετά απ την οπτική των άλλων. Έτσι θα τους νικήσεις. Ακόμη και αν ο αντίπαλος  σου είμαι εγώ  παιδί μου, θέλω να νικήσεις .
   Εγώ είμαι  από  μια  γενιά που έχασε, εξαπατήθηκε , από εχθρούς και φίλους. Η δική σου γενιά  δεν θέλω να πάθει το ίδιο, είπε και περπάτησε  ως την είσοδο του θαλάμου, κοντοστάθηκε λίγο και του είπε, θα προσπαθήσω να ξαναεπικοινωνήσουμε.  Η διαίσθηση μου  , μου λέει πως σύντομα  δεν θα σαι  το  φοβισμένο προσφυγόπουλο που άφησε το βαπόρι  μια κρύα  νυχτιά  στην παραλία της Αρετσού

Ο Μιχάλης ξεπροβόδισε ως το αυτοκίνητο του τον καθηγητή. Έμεινε να το κοιτάει να χάνεται  στο βάθος του  λασπόδρομου.
Η  Φούκι και  η υπόλοιπη  συμμορία τον πλησίασαν .
  Ο Δήμος τον ρώτησε
-Τι λέγατε μέσα στον θάλαμο;
-Για το μέλλον, απάντησε ο  Μιχάλης σκεφτικός.
Μετά κούνησε το κεφάλι του και συμπλήρωσε
-Θεωρίες για το μέλλον. Ούτε τις εκλογές δεν θα τον φήσουν να κερδίσει και μας  αυτή την στιγμή μας καίει το παρόν. Σε αυτό πρέπει να επικεντρωθούμε
  Ο  καταυλισμός μετά το πέρας της επίσκεψης του  καθηγητή Λεωνίδα ξανάμπαινε  στους κανονικούς του  ρυθμούς. Άνθρωποι τρέχαν πάνω κάτω . Πίσω απ την  παρέα πλησίασε ο Αχιλλέας, ο  γεροδεμένος καυκάσιος πρόσφυγας που  αντιμίλησε στον υποψήφιο  βουλευτή  και  «κοντραρίστηκε» με τον  διορισμένο αστυφύλακα του καταυλισμού, τον Καστανά
  Ο Ισαάκ τον κοίταξε και χαμογέλασε
-Να το και το παλικάρι μας . Δεν χρειάζεται να μας ξαναευχαριστήσεις  αδερφέ που χωθήκαμε  στην φασαρία. Το κάνες  ήδη. Απλά   δεν γινόταν να δούμε μια αδικία και να μείνουμε άπραγοι
-Το ξέρω. Για άλλο  ήρθα. Θέλω να ζητήσω μια χάρη
-Τι χάρη;  Ρώτησε η  Παρέσα
Ο  Αχιλλέας ξεροκατάπιε πριν μιλήσει
-Δουλεύω  στο βουνό. Σε έναν ντόπιο . Κόβουμε και  μεταφέρουμε  τα ξύλα. Την ξέρω την  δουλειά  , την έκανα και στην Ρουσία.
-Τυχερός είσαι που χεις  μια δουλειά, απάντησε ο  Μιχάλης
-Δουλειά  έχω, ο μισθός όμως είναι 3 φορές κάτω απ όσα θα έδιναν σε  έναν σαλονικιό  ξυλοκόπο.
-Θες να πάμε να φοβερίξουμε  το  αφεντικό σου;  Ρώτησε ο Ισαάκ
-Θέλω σε ότι ετοιμάζεται να  υπολογίζεται και μένα
Οι Άβαρες κοιταχτήκαν
Ο Αχιλλέας  πήρε λίγο θάρρος ακόμη και  συνέχισε
-Ξέρετε το ήθος μου και  ξέρετε τι είμαι  ικανός να κάνω και προπάντων  ξέρετε πως  δεν είμαι  καρφί
-Το ερώτημα είναι,  είπε ο Μιχάλης, εσύ πως ξέρεις  τι σχεδιάζουμε;
-Δεν ξέρω αλλά το κατάλαβα. Για κάποιον που χει  ζήσει μια επανάσταση  στην Ρωσία μπορεί να κρίνει  τι σκέφτονται οι άνθρωποι απ το βλέμμα τους
-Ναι  ε; Και εδώ στον καταυλισμό μόνο  εμάς  κατάλαβες  απ το βλέμμα πως κάτι σχεδιάζουμε; Ρώτησε ο Μιχάλης και άναψε τσιγάρο, το έδωσε στον Αχιλλέα και μετά  άναψε ένα και για τον εαυτό του
   Ο Καυκάσιος ρούφηξε μια τζούρα με απληστία . Ειχε  τρεις μέρες  από τότε που κάπνισε το τελευταίο του τσιγάρο
   Κοίταξε με τρόπο απέναντι προς την μεριά που καθόταν ο Καστανάς με τον Παύλο και τα αδέρφια  του
-Και κείνοι κάτι ετοιμάζουν …αν δεν με ξεγελάει το ένστικτο  μου
  κάτι βρώμικο
Ο Μιχάλης γύρισε και κοίταξε τους υπ΄΄ολοιπους της  συμμορίας. Όλοι χαμογέλασαν. Ξαναγύρισε   και κοίταξε τον  Αχιλλέα. Άπλωσε το χέρι του στον ώμο του και χαμογελώντας του είπε
-Καλώς ήλθες. Ετοιμάσου, μας περιμένει πολύ  δουλειά






      Απ  το πρωί στον καταυλισμό ήταν όλοι   ανήσυχοι.  Η Φούκι περπάτησε  μόνη  της κατηφορίζοντας  ως την θάλασσα. Στάθηκε  και κοιτούσε μέσα  στο ψιλόβροχο   τα  άγρια κύματα που  πέφταν με ορμή στην ακτή.
   Σκεφτόταν αν θα μπορούσε  ποτέ να επιστρέψει στην εποχή της και την χώρα της; Τι  θα την περίμενε;  Οι εκτελεστές  του Ταμπανόμπου δεν θα την αφήναν  να  ζήσει. Ο  Τακέσι,  ή «αγάπη» της  , την είχε προδώσει (και σιγά μην ζούσε πλέον). Ο Χίρο;  Ο μοναδικός της φίλος;  Ποια ήταν η τύχη  του; Ο Ταμπανόμπου  θα του  χε χαρίσει την ζωή;
   Και  αν  έμενε  εδώ; Σε άλλη  εποχή ; Σ  άλλη χώρα; Με ανθρώπους με άλλη κουλτούρα; Ατζαμήδες που θέλαν να κάνουν την δουλειά  που  η ίδια έκανε  στα 2019; Τι τύχη  θα είχε;
  Χώρια που δεν πίστευαν  ακόμη πως  ήρθε απ το μέλλον
-Είχε  δίκιο, ακούστηκε από πίσω της η φωνή της Συμέλας
Η Φούκι  γύρισε και την κοίταξε να κρατάει μια εφημερίδα
-Στο σωματείο  κάποιος άφησε , ένας θεός ξέρει που την  βρήκε, την    εφημερίδα αυτή.
-Τι είναι αυτή η εφημερίδα;  Ρώτησε απορημένη η  Φούκι
-Η Μπόστον Γλόουμπ, αμερικάνικη εφημερίδα. Αναφέρει  πως  κάποια  Εμίλια  Έρχαρτ…πιλότο. Μας έλεγες για αυτήν  θυμάσαι;
-Μα δεν  είναι ακόμη η χρονιά που θα  περάσει τον Ατλαντικό
-Σωστά. Πραγματοποίησε μια πτήση που λίγο  έλλειψε να σκοτωθεί. Έκανε συνεχώς λάθος  υπολογισμούς  και   σώθηκε  τελευταία  στιγμή. Το άρθρο μόνο που  δεν  λέει «ηλίθια»
   Η  Φούκι δεν γνώριζε αυτά  τα περιστατικά απ την σταδιοδρομία της πρώτης γυναίκας  πιλότου που  διαπέρασε τον Ατλαντικό . Ξεφύσησε πριν πει
-Δεν με πιστεύεις . Κατάλαβα. Με το δίκιο σου
Η  Συμέλα αγνόησε τα λεγόμενα της  Ιαπωνέζας και συνέχισε
-Οι  άντρες πιλότοι την θεωρούν εντελώς άχρηστη. Η  ίδια  βέβαια  δηλώνει   πως θα συνεχίσει τις προσπάθειες   και πως  έχει μεγάλα όνειρα  πάνω στην αεροπλοΐα  και δεν  είναι διατεθειμένη  να το βάλει κάτω
-Το γράφει αυτό στην εφημερίδα;
Η  Συμέλα κούνησε το κεφάλι της.
-Δεν ξέρω  Φούκι αν όλα αυτά που  λες  είναι αλήθεια. Πως ταξίδεψες στον χρόνο, πως μας ήρθες  απ το μέλλον , όμως αυτά τα πράματα  που λέει για αυτήν εδώ  θα ταν λίγο  δύσκολο να τα γνωρίζεις
-Με πιστεύεις;
-Δεν ξέρω. Η ιστορία  σου με την  γυναίκα που θα περάσει με αεροπλάνο για πρώτη φορά τον Ατλαντικό  είναι  όμως πολύ  ωραία . Θέλω να την πιστέψω. Πρέπει να την πιστέψω, το καταλαβαίνεις;.
   Εμείς οι φτωχές  γυναίκες εκτός απ την μάχη για την τάξη μας δίνουμε και μια άλλη μάχη. Για τα δικαιώματα μας. Για την θέση μας  σε αυτόν τον κόσμο. Έξω, στην Ευρώπη και την Αμερική οι γυναίκες   πολεμάνε στους δρόμους, συγκρούονται  με την αστυνομία  για αυτά τα  δικαιώματα και ματώνουν.
  Αν αυτή η Αμερικάνα καταφέρει κάποια στιγμή να περάσει τον Ατλαντικό  με  αεροπλάνο θα αποδείξει σε όλο τον κόσμο πως οι γυναίκες δεν είμαστε κατώτερες…
-Δεν θέλω να σε  απογοητεύσω Συμέλα μου. Δεν θα αποδείξει τίποτα . Τα μυαλά του κόσμου παραμένουν κολλημένα. Θα  πάρει ακόμη πολλές δεκαετίες και αγώνες  μέχρι να κατακτηθεί αυτό για το οποίο πολεμάς.
  Όμως  αυτό το  πέρασμα του Ατλαντικού θα ναι ένα πρώτης τάξεως χαστούκι που θα χει την αξία του δίπλα σε άλλα πολλά  χαστούκια  που θα πρέπει να  δοθούν
   Η Συμέλα ανάσανε  βαθιά. Την έπιασε  απ τα μπράτσα χαμογελώντας
-Ακόμη και έτσι Φούκι μου, θα  είναι  ένα ακόμη  βήμα. Θέλω να ξέρω. Υπάρχει ελπίδα;Στον κόσμο σου τα πράματα ήταν καλύτερα;
-Στην εποχή  μου , τα πράματα είχαν γίνει  λίγο καλύτερα από  σήμερα  αλλά  αρχίζαν πάλι να  παίρνουν μια  άσχημη τροπή.
   Οι μεγάλοι του κόσμου   στην εποχή μου επιχειρούσαν  να μας φέρουν σταδιακά στην εποχή που  ζείτε εσείς σήμερα.
-Και το κατάφερναν;
-Μέχρι την στιγμή που  έφυγα από εκεί ναι. Σκέψου διαπραγματευόταν να πουλάνε ακόμη και το νερό και  το οξυγόνο  μας  πανάκριβα
-Μπορούμε όμως να αλλάξουμε την μοίρα αυτού του κόσμου, σωστά;
-Μπορούμε να ελπίζουμε  και να πολεμάμε  ΣΔυμέλα  για το καλό του κόσμου. Αν και εγώ για να μπορέσω να ζήσω έκανα  άλλα πράματα.
            


Ο Μιχάλης  πλησίασε τον θάλαμο της Παρέσας
Τον χαιρέτησε η μητέρα της
Μπήκε μέσα και βρήκε την γυναίκα να  ταΐζει τα δυο μικρά  παιδιά της
-Έρχομαι αμέσως, του είπε
-Με την ησυχία σου , της απάντησε
Καθόταν και την παρατηρούσε
Δυο γυναίκες μόνες στον κόσμο. Μάνα και κόρη να προσπαθούν να επιβιώσουν και να μεγαλώσουν δυο μικρά παιδιά
  Ο  άντρας της Παρέσας  εξαφανίσθηκε πάνω στα  χρόνια  του διωγμού πίσω στον Πόντο ενώ ο πατέρας της  δεν άντεξε το ταξίδι με το  καράβι ως την Ελλάδα .
   Η Παρέσα άφησε τα παιδιά της  φιλώντας τα  στο  κεφάλι και πλησίασε τον Μιχάλη
-Πήγες απ  τον  ερυθρό  σταυρό σήμερα;
-Πέρασα χθες. Σήμερα θέλω να μια έτοιμη
-Τι σου είπανε;
-Γιωρίκας Σαχπαζίδης…αγνοούμενος …ακόμη…δεν ακούσαμε τίποτα  για αυτόν . ότι μου λένε τόσο καιρό
-Υπομονή αδελφούλα, της είπε και την αγκάλιασε
Η  Παρέσα  σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε
-Πρέπει να πετύχουμε  Μιχάλη, είναι ο μόνος τρόπος να  επιβιώσουν  αυτά; Είπε και κοίταξε τα παιδάκια της μέσα στον θάλαμο που τώρα παίζαν  μεταξύ  τους
-Θα γίνουν σήμερα τρομερά  πράματα. Θα  αντέξει το στομάχι σου να τα αντικρίσει;
-Πρέπει να αντέξω  τα πάντα…για  τα  παιδιά μου.
   

​Ο Δήμος με τον Ισαάκ και τον Αχιλλέα κινήσαν  προς την πόλη. Διέσχισαν όλη την περιοχή της  Καλαμαριάς που βρισκόταν ο καταυλισμός τους  ξυπόλητοι. Τα πόδια  τους  βουλιάζαν μέσα στην λάσπη.
  Ο Ισαάκ  βλαστήμησε κάποια στιγμή  την βροχή που έριχνε
-Δεν λέει να σταματήσει
   Φτάνοντας στην περιοχή του  Ντεπώ πλησίασαν μια δημόσια  βρύση που έτρεχε  νερό. Ακούμπησαν τα παπούτσια τους  σε ένα  πεζούλι και πλύναν τα πόδια τους , σφίγγοντας τα  δόντια   για να  αντέξουν μέσα στο καταχείμωνο  το παγωμένο    νερό
   Μετά  φορέσαν τις κάλτσες και τα λουστρίνια τους. Κοιτάχτηκαν   και χαμογέλασαν  βλέποντας ο ένας τον άλλον να φοράνε κάπως ακριβά κοστούμια.
-Σαν μασκαράδες είμαστε,  είπε  ο Αχιλλέας
-Σκάσε καυκάσιε,  είναι η κάλυψη μας, απάντησε  γελώντας ο Δήμος
-Άντε κουνηθείτε, παρενέβη  ο Ισαάκ , πάμε να προλάβουμε το τραμ  για το λιμάνι.



Το σούρουπο βρήκε  τους τρεις  τους  να   πίνουν ουζάκι σε ένα  καφενέ  κοντά στις αποβάθρες του λιμανιού
Από μπροστά τους πέρασε η  Παρέσα  αγκαλιά με το  Μιχάλη.
Για όσους δεν τους γνώριζαν , μοιάζαν με  ένα  ακόμη ζευγαράκι ντόπιων που έπαιρναν τον απογευματινό τους περίπατο μέσα στα ακριβά τους  ρούχα

Την ίδια στιγμή η Φούκι με αθόρυβες κινήσεις σκαρφάλωνε   σε μια απ τις στέγες  των αποθηκών  του λιμανιού και   τρέχοντας σκυφτή  σαν κομάντο  περνούσε από στέγη σε στέγη μέχρι να  βρεθεί  στο σημείο που ήθελε.

Ο Καστανάς  πριν κατέβει στο λιμάνι πέρασε απ το αστυνομικό  τμήμα της πόλης. Μίλησε  λίγο με τον ανώτερο του και μετά  φορώντας   πάντα την στολή  του κίνησε  για  το σημείο του λιμανιού όπου  τα αδέρφια της Γιάννας θα   συναλλάσσονταν με τον Τούρκοσημείο του λιμανιού όπου  τα αδέρφια της Γιάννας θα   συναλλάσσονταν με τον Τούρκο


Η  Η Συμέλα ήταν η μόνη που έμεινε πίσω στον καταυλισμό. Απ τα π Συμέλα ήταν η μόνη που  έμεινε πίσω στον καταυλισμό. Απ τα  πρανή   της περιοχής αγνάντευε  την  μανιασμένη θάλασσα καπνίζοντας και κρατώντας στα χέρια της  την εφημερίδα της  Μπόστον Γκλόουμπ


Ο Παύλος με τον Μπάμπη   περιμέναν  ήδη στην αποβάθρα.
Ο  Αρίστος προσέγγιζε το σημείο   οδηγώντας ένα καμιόνι. Λίγο νωρίτερα περνούσε την πύλη . Ένας αστυνομικός πήγε να του κάνει νόημα να σταματήσει αλλά ο Καστανάς του μίλησε και του εξήγησε πως ήταν «εντάξει»
-Άστον συνάδελφε, τον έλεξα πιο πάνω  εγώ, είπε και ο αστυνομικός   συγκατάνευσε. Έτσι και αλλιώς σε λίγο σχολούσε.
 Το καμιόνι πάρκαρε στην άδεια αποβάθρα και ο Αρίστος   βγήκε και πλησίασε τα αδέρφια του
-Δεν  φάνηκε ο Τούρκος;
Ο Μπάμπης έδειξε με το χέρι  του  στο βάθος της θάλασσας.
-Το καράβι του άραξε  εκεί. Σε λίγο με μια   μαούνα θα έρθει να μας φέρει  το  «πράμα»


Η  Φούκι παρακολουθούσε απ την στέγη  μιας  αποθήκης. Το χέρι της άγγιξε  την θήκη του σπαθιού  της.

Ο  Δήμος με τον Ισαάκ  και τον Αχιλλέα  σηκώθηκαν απ τον καφενέ και παριστάνοντας τους  μεθυσμένους   βγήκαν στον δρόμο
Ο  Αχιλλέας άναψε  τσιγάρο και ψιθύρισε
-Πάμε να  γαμαμα τη μάνε των
Η  βροχή δεν σταματούσε  ούτε μέσα  στην νύχτα.
Ομίχλη  κάλυπτε την πόλη.
Οι  σταγόνες  κάναν  θόρυβο  πέφτοντας με  δύναμη στο πλακόστρωτό

Κάπου στην Αθήνα  σε μια   βίλλα ο   υποψήφιος πρωθυπουργός Βενιζέλος καλωσόριζε  τον καθηγητή Λεωνίδα   και τον παρουσίαζε στους συνδαιτυμόνες του πριν καθίσουν  στο  κομματικό δείπνο  εργασίας
-Η επιρροή που ασκεί ο καθηγητής  Λεωνίδας  στο προσφυγικό στοιχείο, έλεγε ο   Ελευθέριος, είναι ένας από τους λόγους  που θα  μας προσκομίσει τις  δάφνες  της εκλογικής νίκης
Συμφωνείται κύριε καθηγητά;
-Δυστυχώς κύριες πρόεδρε, τα δεινά  της Ελλάδος και  του προσφυγικού στοιχείου    συναρτώμενα με την ανικανότητα απ την μία και την κλεπτική μανία  των αντιπάλων  μας  είναι τα στοιχεία που θα πείσουν τους  συμπατριώτες ψηφοφόρους μας   να εμπιστευτούν σε μια λαμπρή προσωπικότητα  όπως εσείς  την  λύτρωση  του  γένους


Ο Μιχάλης  άφηνε το χέρι της   Παρέσας καθώς  φτάναν στο  σημείο συνάντησης  και συναλλαγής. Τις  ψιθύρισε ένα «   μείνε  στο σκοτάδι» , πριν τραβήξει το πιστόλι του και καλυπτόμενες πίσω από  κιβώτια  και παλέτες προσέγγισε  με   προσοχή  το σημείο που περιμέναν οι τρεις αντίπαλοι του  τον Τούρκο


Μια μαούνα   που την κουμαντάριζε ένας τούρκος με  φέσι  στο πίσω μέρος της πλησίαζε  την αποβάθρα. Στ μπροστινό της μέρος  στεκόταν  σχεδόν ακίνητος ένας καλοντυμένος με  ευρωπαϊκό κοστούμι  μουστακιοφόρος  άντρας με  άγριο βλέμμα.
  Ο Μπάμπης μονολόγησε
-Αυτός είναι
Η μαούνα  έφτασε στην αποβάθρα και ο   Τούρκος πήδηξε   στην στεριά. Ο Μπάμπης έσπευσε να του τείνει το χέρι του όμς  ο Τούρκος  δεν ανταπέδωσε την  κίνηση  παρά μονολόγησε
-Ας τελειώνουμε   γρήγορα. Τα  λεφτά πρώτα
Ο Μπάμπης έγνευσε και ο Αρίστος  σχεδόν «πέταξε» ως το   καμιόνι  απ όπου  έβγαλε και έφερε μια  βαλίτσα με λεφτά
  Ο  Τούρκος  του κάνε  νόημα να την ανοίξει μπροστά του και ο   μικρός αδελφός υπάκουσε.
-Για  πρόσφυγες απ το Καραντενίζ  έχετε πολύ χρήμα, ψιθύρισε  ο Τούρκος
-Είχαμε μεγάλο  βιός πίσω στην πατρίδα  μπέη μου, απάντησε ο  Μπάμπης
Ο  Τούρκος χαμογέλασε
-Η πολιτική στους πολιτικούς,  ο πόλεμος στους στρατιωτικούς και  οι δουλειές στους έξυπνους. Μπορεί να μας χώρισε ο πόλεμος  καρντάσια  αλλά αυτό δεν σημαίνει πως  δεν  μπορούμε να δουλέψουμε μαζί και να προκόψουμε όλοι
-Συμφωνώ , είπε ο Μπάμπης, εσύ είδες τι προσφέρουμε .  σειρά μας να δούμε  αρκαντάς  τι  δίνεις εσύ
Ο Τούρκος  γέλασε πριν πει  βγάζοντας  απ  την τσέπη  του ένα δέμα
-«Όνειρα». Αυτό λείπει  απ αυτόν τον τρελό , τρελό κόσμο μας, είπε και ακούμπησε το «πακέτο» στα χέρια του Μπάμπη, έτσι θα το πλασάρεις   στους αγοραστές σου και   έτσι θα  το δεχτούν και θα σε  ψάχνουν εναγωνίως για να τους δώσεις και άλλο
-Και αν ρωτήσουν πως το λένε; Τι θα τους πω;
-Ηρωίνη. Σημαίνει  ηρωίδα. Αυτό  το  πραματάκι  είναι η  ηρωίδα του παραμυθιού που ο κάθε άνθρωπος  πιστεύει πως θα  συναντήσει κάποια στιγμή  και θα τον τραβήξει απ τα σκατά  που βουλιάζει. Και πιστέψτε  καρντάσια , αυτό ακριβώς κάνει, όμως η λύτρωση έχει  ημερομηνία λήξεως…μέχρι την επόμενη  και την επόμενη και την επόμενη  φορά που θα  την  δοκιμάσουν




-Στην Θεσσαλονίκη, φώναξε  από μακριά  ο  Αχιλλέας  και  γύρισαν  τα τρία  αδέρφια και ο  Τούρκος προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή του, και συγκεκριμένα στην Καλαμαριά, στα Τσαμούρια Τούρκε έχουμε την δική μας ηρωίδα  δεν χρειαζόμαστε   εισαγόμενες
-Ποιος είναι αυτός;  Ρώτησε  ήρεμα ο  Τούρκος φέροντας το χέρι του  στο  πιστόλι του
-Και δεν προσφέρει «όνειρα»  , συνέχισε ο  Αχιλλέας  καθώς περπατούσε  προς το μέρος   τους με  αργό και σταθερό  βήμα,  δεν προσφέρει όνειρα με  ημερομηνία  λήξης  αλλά αδιαμφισβήτητες  πραγματικότητες   όπως ας πούμε  …, έκανε θεατρινίστικα πως κοπιάζει λίγο, όπως ας πούμε μια  αδιαμφισβήτητη  πραγματικότητα  είναι ο θάνατος
-Ένας μαλάκας απ τον καταυλισμό, μούγγρισε ο Μπάμπης, δεν ξέρω πως σκατά βρέθηκε εδώ.
  Ο Αχιλλέας  συνέχιζε να  βαδίζει προς το μέρος  τους
-Μας έρχεται  και αυτή Τούρκε από μακριά, από πολύ μακριά. Και δεν εννοώ  από μακρινούς μόνο τόπους αλλά και από εποχές
-Και πως την λένε βλάκα, ρώτησε ο Τούρκος και έκανε ένα νεύμα στον μαουνιέρη  συμπατριώτη   ο οποίος τράβηξε ένα  ημιαυτόματο πολυβόλο  τόμσον  σαν αυτά που κουβαλούσαν οι γκάνγκστερς του  Σικάγου και απ την  βάρκα μέσα σημάδευσε τον   Καυκάσιο που συνέχιζε να περπατά ήρεμα και με σταθερό  βήμα
-Πως την λένε;  Ρωτάς να δεις αν την ξέρεις . Θα σου απαντήσω δεν την ξέρεις . Και θα σε προετοιμάσω κιόλας. Δεν  έχεις  προετοιμαστεί Τούρκε    να  αντιμετωπίσεις αυτά που θα σου κάνει
-Και είναι ακόμη  μια  Ρωμηά απ το Καραντενίζ
-Δεν ήταν αλλά έγινε. Μη σου πω  εξελίχθηκε σε  δυο  φορές πιο πόντια  απ τις κανονικές.
-Και πως την λένε βλάκα;
Ο  Αχιλλέας  τώρα στεκόταν  μπροστά τους στο ένα μέτρο
Τα τρία αδέρφια , ο Τούρκος και ο μαουνιέρης   τον σημαδεύαν με  τα όπλα  τους
-Πως την λένε; Λύσσαξες  με το όνομα. Φούκι την λένε.




​Εκείνη  ακριβώς την  στιγμή  ένα  «αστεράκι» σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν  εδώ και αιώνες  οι  ιάπωνες επαγγελματίες    δολοφόνοι   υπό την ονομασία Νίντζα
Το  μυτερό αστεράκι καρφώθηκε  στον λαιμό του  Τούρκου σωριάζοντας τον κάτω.
  Ο μαουνιέρης πριν προλάβει να  αντιδράσει  ένιωσε επίσης  στον λαιμό του ένα  δεύτερο αστεράκι να του σκίζει τις σάρκες   ρίχνοντας τον στην θάλασσα  νεκρό

Ο Αχιλλέας  βρήκε μέσα στον πανικό ευκαιρία και  όρμηξε στον Αρίστο βγαίνοντας απ το πεδίο   βολής του. Άρπαξε τον λαιμό  του με μια λαβή και τον γύρισε μια φορά με  δύναμη σπάζοντας τον.
  Ο Μπάμπης  την ίδια στιγμή  δεχόταν επίθεση  από  άερος με την  Φούκι να πηδάει  απ την  σκεπή της αποθήκης κραδαίνοντας το σπαθί της. Καθώς προσγειώθηκε  το  σπαθί της  έκοβε  τον καρπό του χεριού  που κρατούσε το  πιστόλι.
  Ο Παύλος απλά κοιτούσε. Το αίμα του είχε παγώσει. Ήθελε να  τρέξει  μακριά αλλά  τα πόδια  του  λες και είχαν νεκρώσει.
 Ο Αχιλλέας  άρπαξε από το έδαφος το πιστόλι του  νεκρού Αρίστου. Το σήκωσε και το  κάρφωσε  στο μέτωπο του  Παύλου
-Άντε και γαμήσου,   του πε και πάτησε μια φορά   την  σκανδάλη  τινάζοντας  το κρανίο και το σώμα του μακριά
  Ο  Μπάμπης  είχε πέσει στα  γόνατα κλαίγοντας. Σερνόταν  απ τον πόνο και προσπαθούσε να πιάσει το κομμένο κομάτι απ το χέρι  του
  Η Φούκι στάθηκε από πάνω  του
-Έλεος  Μογγόλα, της φώναξε
-Κανένα   έλεος  σε αυτούς που δεν νοιάστηκαν να φέρουν την καταστροφή, είπε και  το  κατάνα της  έκανε μια κίνηση   αποκεφαλίζοντας  τον

  Ο Αχιλλέας  έσκυψε και πήρε  το  πακέτο με την ηρωίνη. Μετά με δύναμη  το πέταξε μέσα στην θάλασσα. Μετά άρπαξε την  βαλίτσα με τα λεφτά . Κοίταξε την Φούκι και χαμογέλασε
Η  Ιαπωνέζα του ανταπέδωσε το χαμόγελο.
Πριν προλάβει να την ρωτήσει που είναι   οι υπόλοιποι  σφαίρες άρχισαν να σκανε  στα πόδια  τους
Κοίταξαν  προς το βάθος της αποβάθρας και είδαν τον Καστανά μαζί με  άλλους 5  χωροφύλακες  να   τρέχουν προς το μέρος  τους.
  Ο  Αχιλλέας έριξε  δυο φορές  προς το μέρος  τους  αναγκάζοντας τους να  καλύφθούν προς  στιγμήν.
-Έχουν καραμπίνες, φώναξε στην Φούκι.
-Πάμε πίσω απ το φορτηγό να καλυφθούμε, του απάντησε η κοπέλα
  Τρέξαν ενώ οι σφαίρες  σφυρίζαν πάνω απ τα κεφάλια τους και  καλύφθηκαν απ το καμιόνι
-Που σκατά είναι οι  άλλοι;  Φώναξε ο  Αχιλλέας
  Εκείνη την ώρα πίσω απ τους αστυνομικούς εμφανίστηκαν  ο Μιχάλης  με τον Δήμο και τον Ισαάκ . Άρχισαν να πυροβολούν  σωριάζοντας τους κάτω νεκρούς.
  Ο  Καστανάς  σάστισε. Πέταξε την καραμπίνα του και σήκωσε τα χέρια  ψηλά
-Είμαι δικός σας. Μην με  πειράξετε.  Δε θα πω  τίποτα
-Αρχίδι,  φώναξε ο  Αχιλλέας και  έτρεξε προς το μέρος του   σημαδεύοντας τον με το πιστόλι   του,  δεν είσαι δικός μας, μπάτσος  είσαι
-Μη  , μη  αγόρι μου,  ψέλλισε κλάιγοντας ο Καστάνας, όλοι τεμέτερον έμες
-Τεμέτερον γαμώ τον Πόντο σου; Φώναξε ο  Αχιλλέας με τον Μιχάλη και τους άλλους να του  φωνάζουν
-Εεεεε, καυκάσιε  δεν σου  φταίει  σε τίποτα ο πόντος
-Σωστά, είπε ο Αχιλλέας και κάρφωσε το  πιστόλι του ανάμεσα στα μάτια  του  Καστανά, καθίκια  που στρέφονται ακόμη και κατά του φτωχού λαού  τους  έχει  παντού. Σε όλα τα μήκη και πλάτη αυτού του κόσμου
-Δεν μπορείς να με  σκοτώσεις. Δεν θέλω να  πεθυάνω που να  σε πάρει. Είμαι  το καρακόλ  του καταυλισμού. Ποια θα σας προστατεύεςι αν με  φάτε;
-ο καταυλισμός έχει τον δικό του προστάτη μπάσταρδε,  είπε ο αχιλλέας, και την λένε  Φούκι, είπε και απλά πάτησε  την σκανδάλη


Μερικά  λεπτά  αργότερα  το καμιόνι   διέσχιζε   τους δρόμους της πόλης.
Η  Φούκι οδηγούσε   , δίπλα της καθόταν ο  Αχιλλέας και ο Δήμος ενώ πίσω στην καρότσα   ο  Ισαάκ
  Ο  Μιχάλης με την  Παρέσα επέστρεφαν  με τα πόδια    πίσω στον καταυλισμό απριστάνωντας ξανά το «ρομαντικό  ζευγαράκι»

Όλη  η αστυνομία της πόλης είχε  κατακλύσει τις αποβάθρες. Πρώτη φορά στα χρονικά    βρισκόταν μπροστά σε τέτοια  σφαγή και είχαν σαστίσει όλοι

Ο καθηγητής  Λεωνίδας  ευχαριστούσε  τον  Ελευθέριο και τους συνδαιτυμόνες  του στο  δείπνο πριν αποχωρήσει  απ την βίλλα  για το ξενοδοχείο 4ης διαλογής όπου διέμενε

Ξημέρωνε και  η  βροχή δεν είχε σταματήσει στιγμή να πέφτει.
Η Συμέλα  περίμενε ακόμη  όταν  αντίρισε από μακριά όλη την συμμορία  «Αβαράς» μέσα στις λάσπες να  την πλησιάζουν
Από πίσω της ακούστηκαν κάποια κοκόρια να  «αναγγέλλουν»  την έλευση της νέας μέρας
   Έτρεξε προς το μέρος  τους και τους αγκάλιασε όλους έναν προς έναν
-Αργήσατε. Η  ψυχή μου πήγε στην κούλουρη . Τι έγινε;  Τους ρωτούσε
-Για να μας βλέπεις εδώ όλα πήγαν καλά, απάντησε ο Μιχάλης
Η Συμέλα   χαμογελούσε, τους κοίταζε και τους ξανακοίταζε
-Τα χάλια σας έχετε , έλεγε από αμηχανία  και ξανά και ξανά τους αγκάλιαζε  και τους φιλούσε στο μάγουλο.
Ειδικά την Φούκι την πλησίασε και της είπε πριν  την  φιλήσει
-Εσύ  πούλιμ , πως είσαι;
-Τσιπ καλά, απάντησε η γιαπωνέζα  χαμογελώντας σεμνά
-Ουί να  χαρώ σε  , έμαθες και το τσιπ καλά πα;
-Ντο να νουνίζο   Συμέλα και γω ξάη κι  ξέρω

Ο Μπάμπης πήγε λίγο παραπέρα και άναψε τσιγάρο
Ο  Αχιλλέας τον πλησίασε και άναψε και αυτός
Κοιτούσαν και οι δυο   την θάλασσα  που συνέχιζε να είναι μανιασμένη
-Και τώρα τι;  Ρώτησε ο Αχιλλέας
-Δεν καθάρισε ακόμη ο καταυλισμός. Είναι μια παρέα   από την Σμύρνη  και άλλη ια που ζουν   στην πόλη απ την  Πόλη που  κάνουν  δουλειές   στα μπουρδέλα
-Νταβατζήδες; Πότε  πρόλαβαν;
-Πρόλαβαν
-Και που βρήκαν γυναίκες να  τις βγάλουν στην πουτανιά;
-Ξεκίνησαν απ τις δικές  τους
-Πάμε , είπε όλο  θυμό ο Αχιλλέας, πάμε τώρανα τους  φάμε
Ο  Μιχάλης του πιασε το χέρι
-Και γω έτσι νιώθω όμως όχι. Θέλει  προσοχή το πράμα. Και οι δυο παρέες έχουν βάλει  στόχο να  φάνε τις δουλειές του   Άλκη. Ένας  Βολιώτης είναι ου ελέγχει χρόνια  τα μπουρδέλα
-Εμάς τι μας νοιάζει αυτό;
-Για να τον φάνε πρέπει  να δυναμώσουν , για να δυναμώσουν πρέπει ο ένας να φάει τις δουλειές του άλλου
Σε λίγο θα φαγωθούν  μεταξύ  τους
-Και μεις  τι  κάνουμε;
-Περιμένουμε να  δούμε ποιος θα βγει  νικητής και αποδυναμωμένος απ αυτήν την κόντρα
-Και τότε τον χτυπάμε και του τρώμε τα λεφτά  και  αποκαθιστούμε λίγο απ το  σωστό
-Λίγο, πολύ λίγο. Ποτέ δεν θα μπορέσουμε να  φέρουμε  το δίκαιο  100% σε αυτό το σκατότοπο
-Και τι θα μπορέσουμε  Μιχάλη; Ποιος είναι ο στόχος μας;
-Να πάρουμε όλη την πόλη…να πάρουμε όλη την πόλη….

τέλος  α΄κύκλου
δια δώστε   το  "Αβαράς  foukis  travel in time
σύντομα ο β κύκλος που θα ναι ακόμη πιο συναρπαστικός

Σχόλια